UniCredit: Αναθεωρεί επί τα βελτίω την ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2024 – Στο +1,7% το 2025
- 02/10/2024, 12:30
- SHARE
Ανάπτυξη +2,3% το 2024 εκτιμά για την Ελλάδα η ιταλική τράπεζα UniCredit, αναθεωρώντας, έτσι, επί τα βελτίω τις εκτιμήσεις της για την εγχώρια οικονομία.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει, «αυξάνουμε τις προβλέψεις μας για το ελληνικό ΑΕΠ το 2024 από 1,9% σε 2,3% το 2024 (έναντι 2,0% το 2023) λόγω της ισχυρότερης του αναμενομένου επίδοσης της οικονομίας, ενώ διατηρούμε αμετάβλητη την πρόβλεψή μας στο 1,7% για το 2025.
Για άλλη μια φορά, το β’ τρίμηνο του 2024 τα πράγματα κινήθηκαν ανοδικά, σημειώνοντας αύξηση 1,1% σε τριμηνιαία βάση (μετά από 0,8% τριμηνιαία προηγουμένως), λόγω της επιτάχυνσης της βιομηχανικής δραστηριότητας εν μέσω υγιούς εγχώριας και παγκόσμιας ζήτησης».
Η αύξηση της βιομηχανικής δραστηριότητας μεταφράστηκε σε ισχυρή συσσώρευση αποθεμάτων, ημικατεργασμένων και ενδιάμεσων προϊόντων και σημαντική αύξηση των εισαγωγών, από τις οποίες εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η βιομηχανική παραγωγή. Η καθαρή επίδραση στην αύξηση του ΑΕΠ ήταν σταθερά θετική.
Σύμφωνα με την UniCredit, επιχειρηματικές έρευνες δείχνουν ότι η αύξηση του ΑΕΠ μάλλον επιβραδύνθηκε το καλοκαίρι καθώς η μειωμένη ζήτηση για ελληνικά μεταποιημένα προϊόντα προκάλεσε χαμηλότερα επίπεδα παραγωγής. Η ανάπτυξη των υπηρεσιών πιθανότατα αμβλύνθηκε, αν και πιθανότατα συνέχισε να βρίσκεται σε αξιοπρεπή επίπεδα χάρη στην ανθεκτικότητα τομέων που σχετίζονται με τον τουρισμό. «Επομένως, αναμένουμε μια ήπια διόρθωση το γ’ τρίμηνο του 2024 έτους, ακολουθούμενη από μέτρια εκ νέου επιτάχυνση της αύξησης του ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο. Η υγιής ανάπτυξη της εγχώριας ζήτησης θα αντισταθμίσει την αρνητική συμβολή των καθαρών εξαγωγών, καθώς η εξασθένηση της παγκόσμιας ζήτησης επιβαρύνει τις εξαγωγές, ενώ η αύξηση των εισαγωγών παραμένει ανθεκτική. Οι πάγιες επενδύσεις πιθανότατα θα υποστηριχθούν περαιτέρω από την ώθηση από τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση θα επωφεληθεί από την υγιή αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, καθώς ο πληθωρισμός αναμένεται να επιβραδυνθεί περισσότερο από την ονομαστική αύξηση του εισοδήματος εργασίας».
Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, η ιταλική τράπεζα επισημαίνει πως επιταχύνθηκε κατά 0,3 π.μ. σε 3,0% σε ετήσια βάση τον Αύγουστο, λόγω των αυξήσεων στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας και, σε μικρότερο βαθμό, στις τιμές των τροφίμων, ενώ ο δομικός πληθωρισμός παρέμεινε αμετάβλητος στο 3,7%.
«Αναμένουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιβραδυνθεί τους επόμενους μήνες λόγω της εξομάλυνσης στις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων και των βιομηχανικών προϊόντων. Η συγκρατημένη παγκόσμια ζήτηση είναι πιθανό να δυσκολέψει τους κατασκευαστές να μετακυλίσουν την αύξηση των τιμών των ενδιάμεσων αγαθών και των τελών αποστολής στους πελάτες. Ο βασικός πληθωρισμός προβλέπεται να υποχωρήσει πιο σταδιακά λόγω του επίμονου πληθωρισμού των τιμών των υπηρεσιών» σημειώνεται.
Τέλος, ο προϋπολογισμός του 2025 αναμένεται να στοχεύσει σε σταθεροποίηση του πρωτογενούς πλεονάσματος περίπου στο 2,0%, επιβεβαιώνοντας την προθυμία της κυβέρνησης να τηρήσει μια γενικά ουδέτερη δημοσιονομική στάση το επόμενο έτος. Λόγω της αυξανόμενης εισοδηματικής ανισότητας και της φτώχειας στην Ελλάδα μετά την πανδημική κρίση, η κυβέρνηση παραμένει δεσμευμένη στον στόχο της ενίσχυσης του πρωτογενούς πλεονάσματος για να υιοθετήσει πιο αναδιανεμητικές δημοσιονομικές πολιτικές. Για τον σκοπό αυτό, ανακοίνωσε πρόσφατα ένα επιπλέον πακέτο μέτρων ύψους 1 δισ. ευρώ (0,5% του ΑΕΠ) με στόχο την ανακούφιση των ευπαθών νοικοκυριών και τη στήριξη της απασχόλησης. Ενώ αυτό το πακέτο κινδυνεύει να αυξήσει το πρωτογενές έλλειμμα εάν η αύξηση του ΑΕΠ αποδειχθεί ασθενέστερη του προβλεπομένου (η κυβέρνηση προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ στο 2,6% το 2025), αναμένουμε από την κυβέρνηση να λάβει διορθωτικά μέτρα για να αποφύγει οποιαδήποτε σημαντική διολίσθηση στα δημοσιονομικά ισοζύγια, εάν χρειαστεί (όπως το έκανε στο παρελθόν).
Ο συνδυασμός του μεγάλου πρωτογενούς πλεονάσματος και του snowball effect αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντική μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ (εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων τόκων για τα δάνεια του EFSF) στο 153,1% και στο 146,8% του ΑΕΠ το 2024 και το 2025 , αντίστοιχα, καταλήγει η UniCredit.