Βαριές κατηγορίες της Κομισιόν κατά των τριών μεγάλων της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας
- 05/04/2019, 16:49
- SHARE
Τρία και πλέον χρόνια αφότου ξέσπασε το σκάνδαλο Dieselgate, η Ευρωπαϊκή Ένωση εκτιμά, σε μια προκαταρκτική έρευνα, πως η BMW, η Daimler και η Volkswagen κατέληξαν σε συνεννόηση για την αποφυγή του ανταγωνισμού στον τομέα των τεχνολογιών που μειώνουν τις εκπομπές ρύπων.
Έχοντας ήδη πληγεί για την τεράστια απάτη σε έντεκα εκατομμύρια πετρελαιοκίνητα οχήματα από τη Volkswagen, που αποκαλύφθηκε τον Σεπτέμβριο του 2015, η γερμανική βιομηχανία πρέπει να απαντήσει σε αυτές τις κατηγορίες, οι οποίες μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά κοστοβόρες για τα οικονομικά και την εικόνα της.
Η υπόθεση αυτή είχε ήδη κάνει πηχυαίους τίτλους το 2017, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε, τον Οκτώβριο εκείνου του έτους, ότι πραγματοποίησε επιθεωρήσεις για το καρτέλ αυτό στο οποίο εμπλέκονται συνολικά πέντε αυτοκινητοβιομηχανίες (BMW, Daimler, Volkswagen, καθώς και η Audi και η Porsche, θυγατρικές της VW).
Συγκεκριμένα, η Επιτροπή κατηγορεί «τον κύκλο των πέντε» ότι συμμετείχαν σε συσκέψεις προκειμένου να συμφωνήσουν μυστικά ώστε να αποφύγουν κάθε ανταγωνισμό στην ανάπτυξη και επέκταση τεχνολογιών που επιτρέπουν τον περιορισμό των εκπομπών βλαβερών αερίων από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων.
«Οι επιχειρήσεις μπορούν να συνεργάζονται με διάφορους τρόπους προκειμένου να βελτιώσουν την ποιότητα των προϊόντων τους. Οι κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ δεν τους επιτρέπουν ωστόσο να συνεννοούνται για ακριβώς το αντίθετο: για να μην βελτιώνουν τα προϊόντα τους, για να μην ανταγωνίζονται στο πεδίο της ποιότητας», δήλωσε η Επίτροπος Ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ.
Οι αυτοκινητοβιομηχανίες θα πρέπει τώρα να απαντήσουν στην αποστολή αυτών των «αιτιάσεων» από την Επιτροπή.
«Η αποστολή ενός μηνύματος αιτιάσεων δεν προδικάζει το αποτέλεσμα της έρευνας», διευκρινίζει η Κομισιόν. Αν όμως δεν πεισθεί από τις απαντήσεις των αυτοκινητοβιομηχανιών, μπορεί να τους επιβάλει πρόστιμο που μπορεί να φθάνει το 10% του παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών τους.
Η Volkswagen, με την οποία επικοινώνησε το Γαλλικό Πρακτορείο, επιβεβαίωσε ότι έλαβε το έγγραφο της Επιτροπής, στην οποία θα απαντήσει αφού το αποτιμήσει «στο πλαίσιο της συνεργασίας» με τον εκτελεστικό βραχίονα της ΕΕ.
Από την πλευρά της, η Daimler, που κατασκευάζει τα αυτοκίνητα Merceds Benz και η οποία ομολόγησε πρώτη την ύπαρξη αυτής της τεράστιας συνεννόησης προκειμένου να επωφεληθεί από την επιείκεια των αρχών ανταγωνισμού, «δεν αναμένει να της επιβληθεί πρόστιμο στην υπόθεση αυτή».
Οι τεχνολογίες που έχουν τεθεί στο στόχαστρο της Επιτροπής αφορούν «τα συστήματα επιλεκτικής καταλυτικής μείωσης» που επιτρέπουν τη μείωση των βλαβερών εκπομπών οξειδίων του αζώτου από ορισμένα πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα, καθώς και «τα φίλτρα σωματιδίων ‘Otto’ που επιτρέπουν τη μείωση των εκπομπών βλαβερών σωματιδίων
Η συμφωνία αυτή «στέρησε στους καταναλωτές τη δυνατότητα να αγοράζουν λιγότερο ρυπογόνα αυτοκίνητα, ενώ η τεχνολογία ήταν στη διάθεση των κατασκευαστών».
Η Επιτροπή διευκρινίζει εξάλλου πως η προκαταρκτική έρευνά της δεν αφορά «μια φερόμενη παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού» ούτε «ενδεχόμενες παραβιάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας».
Η έρευνα αυτή είναι επίσης «ξεχωριστή από άλλες διεξαγόμενες έρευνες, κυρίως εκείνες που πραγματοποιούν υπουργεία και άλλες αρχές εναντίον αυτοκινητοβιομηχανιών όσον αφορά τη χρήση παράνομων μηχανισμών ακύρωσης που έχουν στόχο να παραποιήσουν τις καθορισμένες δοκιμές», δηλ. το Dieselgate.
Οι Βρυξέλλες μπορούν να επιβάλουν βαριά πρόστιμα στις επιχειρήσεις που συνεννοούνται μεταξύ τους σε βάρος του ανταγωνισμού και των καταναλωτών, με το ανώτατο από αυτά να έχει επιβληθεί στις 19 Ιουνίου 2016.
Η ΕΕ είχε τότε επιβάλει πρόστιμο 2,93 δισεκ. ευρώ σε τέσσερις ευρωπαϊκές βιομηχανίες κατασκευής φορτηγών, που κατηγορήθηκαν ότι συμφωνούσαν επί 14 χρόνια τις τιμές πώλησης των βαρέων φορτηγών τους.
Δεν υπάρχει καμία νόμιμη πρόβλεψη για την καταληκτική ημερομηνία μιας έρευνας για τα καρτέλ. Η διάρκεια της έρευνας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, ο βαθμός συνεργασίας των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων με την Επιτροπή και η άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης.