Βραδυφλεγής βόμβα στην παγκόσμια οικονομία: Τσουνάμι χρέους απειλεί να πνίξει τις παγκόσμιες οικονομίες
- 10/04/2024, 10:08
- SHARE
«Αν κάτι δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα, θα σταματήσει». Αυτό το ρηθέν είναι γνωστό ως «νόμος του Στάιν», που πήρε το όνομά του από τον αείμνηστο Χέρμπερτ Στάιν, πρώην πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Ρίτσαρντ Νίξον. Ο Στάιν το είπε τον Ιούνιο του 1989, σε αποστροφή για τα εμπορικά ελλείμματα και τα δημοσιονομικά ελλείμματα των ΗΠΑ, τα οποία συνεχίζουν να αυξάνονται. Αλλά, όπως λέει μια γερμανική παροιμία, «τα δέντρα δεν μεγαλώνουν στον ουρανό».
Κάποια στιγμή το βάρος του δέντρου γίνεται αφόρητο. Αυτό ισχύει και για το δημοσιονομικό χρέος. Όρια χρέους ισχύουν για κάθε οικονομία – ακόμη και για μια οικονομία τόσο ισχυρή όσο αυτή των ΗΠΑ. Σε πρόσφατη ανάρτησή του με θέμα «Οι δημοσιονομικοί και χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι ενός κόσμου υψηλού χρέους, αργής ανάπτυξης», οι Tobias Adrian, Vitor Gaspar και Pierre-Olivier Gourinchas διευκρινίζουν τη σημερινή κατάσταση ως έχει σε παγκόσμιο επίπεδο.
Συνολικά, σημειώνουν, η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται από τέσσερα στοιχεία: πρωτογενή ισοζύγια, οικονομική ανάπτυξη, πραγματικά επιτόκια και χρέος: «Τα υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα (η υπέρβαση των κρατικών εσόδων έναντι των δαπανών, εξαιρουμένων των πληρωμών τόκων) και η ανάπτυξη συμβάλλουν στην επίτευξη της βιωσιμότητας του χρέους, ενώ τα υψηλότερα επιτόκια και η αύξηση του χρέους το καθιστούν πιο δύσκολο».
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 και στη συνέχεια η πανδημία του 2020 και οι συνέπειές της προκάλεσαν τεράστια άλματα στους δείκτες δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ τόσο σε υψηλού εισοδήματος όσο και σε αναδυόμενες οικονομίες. Μέχρι το 2028, προβλέπεται να φτάσουν στο 120% και 80% αντίστοιχα. Σε ό,τι αφορά την πρώτη περίπτωση, δηλαδή τις ανεπτυγμένες οικονομίες, αυτά είναι τα υψηλότερα ποσοστά από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Στη δεύτερη, ήτοι τις αναδυόμενες αγορές, φτάνουμε σε ιστορικά υψηλά.
Το προφίλ του παγκόσμιου χρέους ήταν εξαιρετικά ευνοϊκό για μεγάλο χρονικό διάστημα, εν μέρει λόγω των εξαιρετικά χαμηλών πραγματικών επιτοκίων. Όλα όμως πλέον έχουν γίνει πιο δύσκολα. «Οι μεσοπρόθεσμοι ρυθμοί ανάπτυξης», υποστηρίζουν οι συγγραφείς, «προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν να μειώνονται λόγω της μέτριας αύξησης της παραγωγικότητας, των ασθενέστερων δημογραφικών στοιχείων, των αδύναμων επενδύσεων και των ουλών που άφησε η πανδημία». Το δημογραφικό επίσης αποτελεί πρόβλημα, ενω, ακόμη και αν, όπως φαίνεται πιθανό, τα βραχυπρόθεσμα πραγματικά επιτόκια, το λεγόμενο «φυσικό επιτόκιο», επανέλθουν σε χαμηλά επίπεδα, τα μακροπρόθεσμα πραγματικά επιτόκια ενδέχεται να μην το κάνουν, εν μέρει λόγω των πρόσφατων αυξήσεων σε ό,τι αφορά την αντίληψη του κινδύνου. Αυτό το «ασφάλιστρο διαρκούς κινδύνου» πρόσφατα έχει αυξηθεί σημαντικά.
Έτσι, τα μακροπρόθεσμα πραγματικά επιτόκια ενδέχεται να παραμείνουν υψηλά, εν μέρει λόγω των προσδοκιών για τον πληθωρισμό, εν μέρει λόγω της ποσοτικής σύσφιξης (QT) και εν μέρει επειδή τα δημοσιονομικά ελλείμματα πολλών χωρών αναμένεται να παραμείνουν μεγάλα. Όλα αυτά απειλούν να δημιουργήσουν έναν φαύλο κύκλο στον οποίο οι υψηλές αντιλήψεις και οι προσδοκίες για τον κίνδυνο θα αυξήσουν τα επιτόκια (αποδόσεις ομολόγων) πάνω από τους πιθανούς ρυθμούς ανάπτυξης, καθιστώντας έτσι τις δημοσιονομικές θέσεις λιγότερο βιώσιμες και διατηρώντας υψηλά τα ασφάλιστρα κινδύνου. Το δε αυξημένο δημοσιονομικό χρέος θα επιφέρει την απειλή ενός «δεσμού τραπεζών-κρατών», βάσει του οποίου οι αδύναμες τράπεζες θα προκαλούν ανησυχία σε σχέση με την ικανότητα των κρατών να τις διασώσουν – και αντίστροφα.
Αναμφισβήτητα, η κατάσταση των ΗΠΑ είναι η πιο ανησυχητικά από όλες. Στην έκθεση «The Budget and Economic Outlook: 2024 to 2034», το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου σημειώνει ότι «το χρέος που κατέχει το κοινό αυξάνεται κάθε χρόνο σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας, φτάνοντας το 116% του ΑΕΠ το 2034. Από το 2024 έως το 2034, οι αυξήσεις στις υποχρεωτικές δαπάνες και το κόστος τόκων ξεπερνούν τις μειώσεις στις διακριτικές δαπάνες και την αύξηση των εσόδων και της οικονομίας, αυξάνοντας το χρέος. Αυτή η τάση, αν παραμείνει, θα ωθήσει το αμερικανικό χρέος στο 172% του ΑΕΠ το 2054».
Μόνο ένας γενναίος οικονομολόγος θα μπορούσε να επιμείνει ότι αυτό μπορεί να συνεχιστεί για πάντα. Κάποια στιγμή, σίγουρα, ο νόμος του Στάιν θα εφαρμοστεί: η αντίσταση των επενδυτών σε περαιτέρω αυξήσεις του χρέους θα εκτινασσόταν και στη συνέχεια θα επακολουθούσαν πληθωρισμός, η οικονομική καταστολή και ένα παγκόσμιο νομισματικό χάος.
Ακολουθούν τρία σχετικά γεγονότα για τις ΗΠΑ: Πρώτον, μέχρι το 2034, οι υποχρεωτικές ομοσπονδιακές δαπάνες προβλέπεται να φτάσουν το 15,1% του ΑΕΠ έναντι συνολικών ομοσπονδιακών εσόδων μόλις 17,9%. Δεύτερον, τα ομοσπονδιακά έσοδα ανήλθαν μόλις στο 73% των δαπανών το 2023. Και, τρίτον, το πρωτογενές ισοζύγιο είναι σταθερά ελλειμματικό από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Όλα αυτά δείχνουν πόσο δύσκολο θα είναι να τεθούν υπό έλεγχο τα ελλείμματα.
Το κρίσιμο είναι ότι η πολιτική είναι σθεναρά αντίθετη. Από τον Ρόναλντ Ρίγκαν, οι Ρεπουμπλικάνοι αδιαφορούν για την εξισορρόπηση του προϋπολογισμού. Αντίθετα, στόχος τους είναι οι χαμηλότεροι φόροι. Ο Μπιλ Κλίντον και ο Μπαράκ Ομπάμα έκαναν προσπάθειες να υπάρξει δημοσιονομική σύνεση. Αλλά αυτό επέτρεψε στον Τζορτζ Μπους και τον Ντόναλντ Τραμπ να μειώσουν τους φόρους. Οι Δημοκρατικοί αποφάσισαν τώρα ότι η καμένη γη είναι καλύτερη στρατηγική. Έτσι, και τα δύο μέρη θα παρουσιάσουν ευχαρίστως τεράστια ελλείμματα — και θα αφήσουν το μέλλον να φροντίσει για τον εαυτό του. Πόσο καιρό μπορεί να συνεχιστεί αυτό; Όχι για πάντα. Όπως προειδοποίησε ο αείμνηστος Ρούντιγκερ Ντόρνμπους: «Στην οικονομία, τα πράγματα χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να συμβούν από ό,τι νομίζεις ότι θα γίνουν, και μετά γίνονται πιο γρήγορα από ό,τι νόμιζες ότι θα μπορούσαν».
Ορισμένοι οικονομολόγοι φαίνεται να πιστεύουν ότι τα χρήματα ενός κράτους είναι άπειρα: όσο υπάρχει χαλάρωση στην οικονομία, η κυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει να τυπώνει. Αλλά η φυγή από τα χρήματα ενός κράτους μπορεί εύκολα να συμβεί. Άλλοι υποστηρίζουν ότι εάν ο δανεισμός πάει σε κερδοφόρα επένδυση, θα εξοφληθεί. Έχει σημασία για ποιον σκοπό χρησιμοποιείται ο δανεισμός. Αλλά η σχέση μεταξύ μη ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων και ικανότητας εξυπηρέτησης χρέους είναι ατελής.
Τα συνετά κράτη που μπορούν να δανειστούν σε δικά τους νομίσματα δεν μπορούν να ξεφεύγουν από το χρέος για πάντα. Το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι «πρώτον και κύριον, οι χώρες πρέπει να αρχίσουν να αναδομούν σταδιακά και αξιόπιστα τα δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας και να διασφαλίζουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους τους». Όλα αυτά είναι σοφά. Αλλά η δημοσιονομική συμπίεση θα απαιτήσει αυξημένες δαπάνες αλλού, μερικές από αυτές στο εξωτερικό. Η καλύτερη προσέγγιση θα ήταν να ξεκινήσει σύντομα μια προσαρμογή σε παγκόσμιο επίπεδο. Ποιες είναι οι πιθανότητες για κάτι τόσο λογικό; Κοντά στο μηδέν, αλίμονο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
- Γιάννος Κοντόπουλος (Χρηματιστήριο Αθηνών): «Στόχος μας να παίξουμε στην Α΄ Εθνική»
- Δέκα χρόνια Most Admired Companies in Greece: Ξεκινάει η πρώτη φάση της έρευνας για το 2024!
- Fortune Greece CEO Initiative Masterclass: Επιστρέφει δυναμικά στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών
Πηγή: Financial Times