Ξένιου Δία και… Airbnb γωνία!
- 16/07/2016, 13:00
- SHARE
Μικρές ιστορίες για την εισβολή του sharing economy στη ζωή του ελληνικού τουρισµού και την «γκρίζα» οικονοµία, που διογκώνεται.
Του Παναγιώτη Δ. Υφαντή
Είχαν περάσει επτά χρόνια από την τελευταία φορά που συνάντησα τον Γάλλο φίλο µου Florent. Ένα Σαββατόβραδο του Μαΐου µου τηλεφώνησε από την Αθήνα. Είχε µόλις φθάσει από το Παρίσι και θα έµενε στην πρωτεύουσα µια ολόκληρη εβδοµάδα. Αλλά όχι σε ξενοδοχείο…
«Μένω στην Πλάκα» µου εξήγησε. «Σε ένα ρετιρέ τρίτου ορόφου, µε ωραία βεράντα και φοβερή θέα στην Ακρόπολη, µε 60 ευρώ τη βραδιά!». «Airbnb να υποθέσω;» τον ρώτησα. «Airbnb, mon ami!».
Όταν βρεθήκαµε, έπειτα από δύο µέρες, δεν ήταν µόνος. Φιλοξενούσε έναν οικογενειακό φίλο που είχε «πεταχτεί» στην Αθήνα έχοντας εξασφαλισµένη τη διαµονή. Είναι και οι δύο στελέχη γαλλικών οµίλων και κάνουν συχνά µαζί
διακοπές µε τις οικογένειές τους στα ελληνικά νησιά. Η Αθήνα ήταν απαγορευτική λόγω κόστους. Λίγο αργότερα πηγαίναµε να δω το ρετιρέ. Περνώντας ανάµεσα από ισπανόφωνους και Κινέζους τουρίστες, φθάσαµε στην είσοδο του παλιού τριώροφου. Ο φίλος µου έβγαλε από την τσέπη πρώτα το κινητό και µετά τα κλειδιά. «Περίµενε να ανάψω τον… φακό!» µου λέει πονηρά. Είχε αρχίσει να νυχτώνει, έπρεπε να ανέβουµε στον τρίτο όροφο και οι σκάλες δεν είχαν φως! «Κάηκαν οι λάµπες;» τον ρωτάω γελώντας. «Μου είπαν πως δεν πληρώνουν τα κοινόχρηστα οι άλλοι ιδιοκτήτες» µου απάντησε ψύχραιµα.
Ανεβήκαµε µε το φως του φακού και χρειάστηκαν αρκετές προσπάθειες για να ανοίξει η πεισµατάρα κλειδαριά της εξώπορτας. Στο εσωτερικό του παλιού διαµερίσµατος, ο χρόνος είχε σταµατήσει κάπου στη δεκαετία του ’80. Θα µπορούσε να είναι καρτ ποστάλ µιας Αθήνας που χάθηκε. Ήταν εµφανές ότι το σπίτι δεν χρησιµοποιούνταν και είχε παραµείνει κλειστό για χρόνια. Ήταν, ωστόσο, καλοσυντηρηµένο και καθαρό. «Όλα τα λεφτά» ήταν η ευρύχωρη βεράντα του µε την Ακρόπολη «στο πιάτο».
«Οι περισσότεροι προτιµούν πιο µοντέρνα διαµερίσµατα. Εµένα, όµως, µου αρέσει» λέει ο Florent. «Σκέφτοµαι, µάλιστα, να το καθιερώσω να έρχοµαι κάθε χρόνο µία εβδοµάδα στην Αθήνα».
Ο Florent λατρεύει την Ελλάδα, διδάχθηκε αρχαία ελληνικά στη Γαλλία και µιλάει πολύ καλά τη γλώσσα µας. Ξέρει την Αθήνα σαν Αθηναίος, αφού έζησε εδώ για έξι µήνες σπουδάζοντας στο Πάντειο Πανεπιστήµιο, στο πλαίσιο του προγράµµατος ανταλλαγής φοιτητών Erasmus. Δεκάδες χιλιάδες ταξιδιώτες σαν τον Γάλλο φίλο µου, ολοένα περισσότεροι, χρόνο µε τον χρόνο, φθάνουν στην Αθήνα, κυρίως µε αεροπορικές εταιρείες χαµηλού κόστους, µένουν σε ιδιωτικές κατοικίες σαν το ρετιρέ της Πλάκας ή πιο µοντέρνες και πυροδοτούν την τουριστική έκρηξη της Αθήνας τα τελευταία δυόµισι χρόνια. «Ευθύνονται», ταυτόχρονα, για την εκτόξευση της ελληνικής πρωτεύουσας στις κορυφαίες θέσεις της λίστας των δηµοφιλέστερων προορισµών των πελατών της Airbnb σε όλο τον κόσµο – της εταιρείας που έχει ταυτιστεί µε την εκρηκτική ανάπτυξη της «οικονοµίας του διαµοιρασµού».
Το Κουκάκι, η συνοικία της Αθήνας που συνορεύει µε την Πλάκα, είναι ο πέµπτος δηµοφιλέστερος προορισµός παγκοσµίως στο δίκτυο της Airbnb. Συγκεκριµένα, κατέγραψε αύξηση ζήτησης 800%, σε σύγκριση µε την προηγούµενη χρονιά, και είναι µόλις ο δεύτερος ευρωπαϊκός προορισµός στο top 5.
Κάπως έτσι η Airbnb εισέβαλε από το παράθυρο στην ελληνική αγορά για να γίνει (και στην Ελλάδα) το απόλυτο «κόκκινο πανί» για τους ξενοδόχους, οι οποίοι αιφνιδιάστηκαν από την «εισβολή» των πελατών της, όπως συνέβη µε τους οµολόγους τους σε όλο τον κόσµο. Αρχικά µάθαιναν µόνο από ξένα δηµοσιεύµατα για την «οικονοµία του διαµοιρασµού» και τις έννοιες «sharing economy» και «peer to peer». Στη συνέχεια παρακολουθούσαν να πληθαίνουν οι ιδιωτικές κατοικίες και βίλες που νοικιάζονταν σε τουρίστες µέσω δεκάδων ιστοσελίδων στο διαδίκτυο.
Μέχρι το 2014 το φαινόµενο της «οικονοµίας του διαµοιρασµού» και η «ναυαρχίδα» του Airbnb αποτελούσαν απλώς αντικείµενο παρατήρησης για τους επιχειρηµατίες του τουρισµού στην Ελλάδα. Ο καχεκτικός θάµνος, αρχικά, του sharing economy εξελίχθηκε γρήγορα σε γιγαντιαίο δέντρο»
– ιδιαίτερα στην Αθήνα.
Τον ρόλο του «λιπάσµατος» έπαιξε η αλλαγή του θεσµικού πλαισίου, µέσω της οποίας καταργήθηκε το κατώτερο όριο των 30 ηµερών στις αστικές µισθώσεις, που τις διαχώριζε από τις τουριστικές. Πλέον, οποιοσδήποτε µπορεί να νοικιάζει το ακίνητό του έστω και για µόνο µία ηµέρα. Αυτό ήταν! Το αποτέλεσµα αποτυπώθηκε ανάγλυφα σε βασικά µεγέθη του τουρισµού το 2015. Συµφώνα µε το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) του Ξενοδοχειακού Επιµελητηρίου Ελλάδας (ΞEE), το 2015 οι αφίξεις ξένων επισκεπτών στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 7,6%, οι εισπράξεις κατά 5,5%, αλλά οι διανυκτερεύσεις µόλις 0,6%. Η επίδοση αποδίδεται όχι µόνο στη µείωση της διάρκειας παραµονής των ξένων τουριστών στη χώρα, αλλά και στις «διαρροές» προς άλλου τύπου καταλύµατα, πλην των ξενοδοχείων και ενοικιαζόµενων δωµατίων και διαµερισµάτων τα οποία λειτουργούν µε ειδικό σήµα λειτουργίας του Ελληνικού Οργανισµού Τουρισµού (ΕΟΤ)· και ήταν η απάντηση σε ένα ερώτηµα το οποίο έγινε κυρίαρχο στους ξενοδόχους τα τελευταία χρόνια: «Πού µένουν όλοι αυτοί οι τουρίστες που έρχονται στην Ελλάδα;». Εύλογη απορία για έναν ξενοδόχο που άκουγε για πληµµυρίδα ξένων τουριστών (άνω του 20% η αύξηση επιβατών στο αεροδρόµιο Αθήνας την τελευταία διετία), αλλά δεν τους έβλεπε ποτέ να φθάνουν ως τη ρεσεψιόν. Σε επίσηµη παρουσίασή της στην Αθήνα, η Airbnb ανέφερε πως από τον Οκτώβριο του 2013 µέχρι τον Οκτώβριο του 2014 υπήρχαν στο δίκτυό της 720 «οικοδεσπότες», ιδιοκτήτες ή διαχειριστές κατοικιών. Το προφίλ τους, σύµφωνα µε την Airbnb, είναι άνθρωποι µέσης ηλικίας και «ένα µεγάλο ποσοστό από αυτούς ασχολείται µε την τέχνη, το σχέδιο ή µε διάφορες δηµιουργικές υπηρεσίες».
Σύµφωνα πάντα µε την Airbnb, το συγκεκριµένο διάστηµα οι 720 «οικοδεσπότες» υποδέχθηκαν 43.740 επισκέπτες και εισέπραξαν περίπου 3,3 εκατ. ευρώ. Πόσοι είναι σήµερα οι «οικοδεσπότες» και πόσα ακίνητα νοικιάζει ο καθένας παραµένει αδιευκρίνιστο θέµα. Ως αστικός µύθος αναπαράγεται ότι υπάρχουν «οικοδεσπότες» που νοικιάζουν περισσότερα από 20 ακίνητα µέσω της Airbnb. Οι ξενοδόχοι, µάλιστα, αναφέρουν την περίπτωση µιας πολυκατοικίας στην Αθήνα που λειτουργούσε σαν ξενοδοχείο.
Εν αναµονή της νοµοθετικής παρέµβασης για το θέµα, την οποία έχει προαναγγείλλει η ελληνική κυβέρνηση, το µοντέλο της Airbnb κλωνοποιείται µάλλον µε επιτυχία.
Ο Αλέξανδρος Χατζηελευθερίου ήταν µέχρι πριν από τρία χρόνια σύµβουλος επιχειρήσεων µε θητεία στον τραπεζικό χώρο, σε πολυεθνικές όπως η Samsung και µεγάλες εταιρείες συµβούλων όπως η McKinsey.
Το 2013 αποφάσισε να βαδίσει στον δρόµο της Airbnb, δηµιουργώντας µαζί µε τρεις φίλους του (Αλέξης Μαραγκός, Ανδρέας Νεζερίτης, Πένυ Παπακωνσταντίνου) την Blueground, µια εταιρεία διαχείρισης και προώθησης ιδιωτικών κατοικιών. Έτσι σε λιγότερο από τρία χρόνια η Blueground έφτασε να διαχειρίζεται 300 κατοικίες στην Ελλάδα, δέκα στην Τουρκία (Κωνσταντινούπολη), ενώ ετοιµάζεται να επεκταθεί στην Ιταλία, την Ισπανία και την κεντρική Ευρώπη, µε προτεραιότητα την Αυστρία, την Ουγγαρία αλλά και την Τσεχία. Μόνο στην Αθήνα η Blueground διαχειρίζεται 175 διαµερίσµατα, από τα οποία 65 βρίσκονται στο κέντρο της πόλης και από 30 στα βόρεια και νότια προάστια. Η εταιρεία διαχειρίζεται, επίσης, 125 µονοκατοικίες και επαύλεις στην Αττική (Ανάβυσσο, Σούνιο, Λαγονήσι) και σε νησιά όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, αλλά και η Πάρος, η Αντίπαρος και το Πόρτο Χέλι. Η Blueground δηµιουργήθηκε µε αρχικό κεφάλαιο 50.000 ευρώ και ήδη έχει προσελκύσει τα βλέµµατα επενδυτών.
Από τον Ιούνιο του 2015 η Εθνική Τράπεζα έχει αποκτήσει µετοχικό ποσοστό στην εταιρεία, στο πλαίσιο του προγράµµατος στήριξης νεοφυών, καινοτόµων επιχειρήσεων Business Seads. Ταυτόχρονα, το ολλανδικό fund Venture Friends έχει συµφωνήσει να µετάσχει στην επόµενη αύξηση µετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας. Καθόλου άσχηµα για under 40s…
*Το άρθρο δημοσιεύεται στο νέο τεύχος του Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.