Ένας «αθλητής» στο στίβο των startups
- 02/04/2018, 15:29
- SHARE
O ιδρυτής της Apifon μιλάει για την εταιρεία του, που κατάφερε να «εξάγει» ψηφιακές υπηρεσιές από τη Θεσσαλονίκη στις διεθνείς αγορές.
Eπιχειρηµατίας: Γεννιέσαι ή γίνεσαι; Το επίµαχο ερώτηµα φαίνεται να απασχολεί από καιρού εις καιρόν πολλούς από τους εκπροσώπους της επιχειρηµατικής σκηνής, οι οποίοι τάσσονται υπέρ της µίας ή της άλλης άποψης, ανάλογα µε τις προσωπικές τους εµπειρίες. Για τον Κωνσταντίνο Στρουµπάκη, ωστόσο, που έγραψε τον πρώτο του κώδικα σε ηλικία µόλις 14 ετών αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζει τη συµβολή ενός µέντορα πίσω από το επιχειρηµατικό «άλµα» της Apifon στο εξωτερικό, η αλήθεια µάλλον βρίσκεται κάπου στη µέση. Έχοντας δηµιουργήσει µια έξυπνη πλατφόρµα µαζικής αποστολής και διαχείρισης µηνυµάτων που συνδυάζει πολλαπλά κανάλια επικοινωνίας (SMS, email, Viber, Facebook κ.ά.), η Apifon ενισχύει χρόνο µε τον χρόνο τη φήµη της, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον κολοσσών όπως η Google και η Telefonica.
Ο 29χρονος σήµερα Θεσσαλονικιός παραδέχεται πάντως ότι, παρότι διέθετε ένα background άκρως τεχνολογικό, στο business κοµµάτι είχε αρκετά να µάθει. Ο ίδιος, ωστόσο, περιγράφει τον εαυτό του ως έναν αθλητή ο οποίος πάει για πρωταθλητισµό. «Χρειάζεται µεγάλη προσπάθεια και επιµονή για να πετύχεις! Έτσι κι εγώ ξυπνούσα το πρωί και έλεγα ότι θέλω να προχωρήσω ακόµη ένα βήµα» εξηγεί στο Fortune. Όπως οι αθλητές, βέβαια, υποχρεώνονται να κάνουν «θυσίες» για την καριέρα τους, το ίδιο κι εκείνος. Δεν έζησε, για παράδειγµα, την ανεµελιά των φοιτητικών χρόνων, µιας και, όπως επισηµαίνει, παρακολούθησε µόλις ένα εξάµηνο τις σπουδές στο ΤΕΙ Μηχανολογίας στις Σέρρες, προς µεγάλη, µάλιστα, απογοήτευση των γονιών του. «Οι γονείς µου ήθελαν να συνεχίσω, αλλά εγώ αποφάσισα διαφορετικά» συµπληρώνει.
Αντί για το πανεπιστήµιο, επιλέγει να ετοιµάσει βαλίτσες για Αθήνα µε σκοπό να δοκιµάσει τις δυνάµεις του στην πρωτεύουσα. Σε ηλικία 18 ετών βρίσκεται να εργάζεται σε µεγάλη εµπορική εταιρεία ως επικεφαλής του e-commerce, θέση στην οποία παραµένει για περίπου 1,5 χρόνο. Μόλις αντιλαµβάνεται ότι η συγκεκριµένη δουλειά τον περιορίζει στην ανέλιξή του, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη για να «στήσει» την εταιρεία η οποία έµελλε να είναι η πρώτη του αποτυχία. Το αντικείµενό της ήταν η δηµιουργία εµπορικών εφαρµογών στο Διαδίκτυο (e-shops). «Πηγαίναµε σε πελάτες οι οποίοι είχαν ανάγκη από ένα site ή ένα e-shop και τους το φτιάχναµε. Πολύ tailor made και πολύ custom. Το πρόβληµα, όµως, που είχε αυτή η επιχειρηµατική κίνηση ήταν ότι, για να κλείσουµε δέκα πελάτες επιπλέον, έπρεπε να προσλάβουµε άλλους πέντε ανθρώπους. Αυτό σηµαίνει ότι, για να διπλασιάσουµε τον τζίρο µας, έπρεπε να διπλασιάσουµε το προσωπικό µας, γεγονός που δεν θα µας επέτρεπε µια υγιή ανάπτυξη» σηµειώνει.
Τον Νοέµβριο του 2010 αναγκάζεται να εγκαταλείψει το εγχείρηµα, έχοντας ωστόσο σκεφτεί το επόµενο µεγάλο βήµα του: να ιδρύσει µια εταιρεία που θα απευθύνεται στην παγκόσµια αγορά, µε γρήγορο και εύκολο scale. Έτσι «γεννήθηκε» η Apifon, µια έξυπνη πλατφόρµα µαζικής αποστολής και διαχείρισης µηνυµάτων που συνδυάζει πολλαπλά κανάλια επικοινωνίας. Σήµερα διαθέτει περισσότερους από 2.000 πελάτες τόσο εντός (τον τρέχοντα µήνα σχεδιάζει το άνοιγµα γραφείου και στην Αθήνα) όσο και εκτός των τειχών, συγκεκριµένα σε Κύπρο, Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία και Ρουµανία, ενώ «µετρά» περισσότερα από 40 άτοµα προσωπικό, τα µισά εκ των οποίων απασχολούνται στον τοµέα της έρευνας και ανάπτυξης. Όσον αφορά στις πωλήσεις της, η Apifon «έκλεισε» πέρυσι λίγο πάνω από τα 2,5 εκατ. ευρώ, µε τις εκτιµήσεις για το 2018 να ανεβάζουν τον τζίρο στα τέσσερα εκατ. ευρώ.
Οι σωστοί ελιγµοί
Προερχόµενος από έναν χώρο που δηµιουργούσε sites, ο ίδιος κλήθηκε από νωρίς να απαντήσει στο ερώτηµα µε ποιον τρόπο αυτά θα διαφηµιστούν στο ευρύ κοινό. Το trend της εποχής ήταν µέσω των κοινωνικών δικτύων. «Υπήρχαν πολλοί που έκαναν αυτή τη δουλειά, αλλά κανείς δεν ασχολιόταν σοβαρά µε το τι µπορείς να κάνεις απευθείας µε τους πελάτες σου. Έτσι, ξεκίνησε η ιδέα του messaging» υπογραµµίζει.
Στα πρώτα βήµατά της η εταιρεία προσέφερε την υπηρεσία µέσα από το λεγόµενο Application Programming Interface (εξ ου και το πρώτο συνθετικό της). Παρείχε, δηλαδή, τα απαραίτητα εργαλεία ώστε µια τρίτη εφαρµογή να µπορεί να στέλνει µηνύµατα µέσω της Apifon. Η µεγάλη άνοδός της συγκεκριµένης αγοράς, ωστόσο, προσέλκυσε γρήγορα εταιρείες οι οποίες είχαν τα απαιτούµενα κεφάλαια να επενδύσουν και, άρα, να κερδίσουν µεγαλύτερα µερίδια. Στο πλαίσιο αυτό, η οµάδα της Apifon αποφασίζει να αλλάξει κατεύθυνση, επιλέγοντας να πλησιάσει περισσότερο τους marketers. Δηµιουργεί, λοιπόν, µια πλατφόρµα η οποία επιτρέπει σε αυτούς να εισέρχονται και να διαχειρίζονται τον λογαριασµό τους, εξασφαλίζοντας παράλληλα τη δυνατότητα αποστολής µηνυµάτων στο πελατολόγιό τους. «Αυτή η κίνηση ανέπτυξε την Apifon, πενταπλασιάζοντας τον τζίρο της από 200.000 ευρώ στο ένα εκατ. ευρώ» επισηµαίνει χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος.
Στη συνέχεια ακολούθησαν διάφορες διακρίσεις και καινοτοµίες πάνω σε αυτό, εξειδικευµένες συνεργασίες και στοχευµένα markets (ΚΤΕΟ, ξενοδοχεία), ανοίγοντας την «πόρτα» της µικροµεσαίας αγοράς. Το γεγονός, άλλωστε, ότι προπληρωνόταν για τις υπηρεσίες της, έδωσε στην Apifon επάρκεια ρευστότητας και δυνατότητα ανάπτυξης, χωρίς πρόσθετα κεφάλαια.
Η επόµενη ηµέρα του messaging, µε την είσοδο όλων αυτών των µέσων που ανταλλάσσουν µηνύµατα, αλλά όχι SMS, βρίσκει την Apifon πανέτοιµη.
Το 2016, άλλωστε, είναι η πρώτη εταιρεία που επέτρεψε στους πελάτες της να στέλνουν business µηνύµατα µέσω Viber. «Κάναµε την πρώτη καµπάνια στην Ελλάδα µε την ΙΚΕΑ, η οποία µας έδωσε µεγάλη ώθηση, επιτρέποντάς µας να εισέλθουµε σε µια µεγάλη αγορά».
Η συνεργασία µε τη Google
Μέσα στο 2016 η Apifon καταφέρνει να διακριθεί τόσο στα European Business Awardsόσο και στα Στέλιος Χατζηιωάννου Awards. Ο τελευταίος, µάλιστα, µετά την τελετή έγινε και… πελάτης της. Για την εταιρεία, ωστόσο, η σηµαντικότερη διάκριση ήρθε µόλις τον Μάρτιο, µε την Google να την επιλέγει για να παρέχει υπηρεσίες RCS Βusiness Μessaging στην ελληνική αγορά. Η υπηρεσία Rich Communication Services (RCS) είναι η εξελιγµένη µορφή του SMS, που θα αναβαθµίσει το messaging. «Στην Apifon είµαστε χαρούµενοι για τη νέα µας συνεργασία µε την Google. Μέσα από το RCS business messaging θα παρέχουµε στην ελληνική και ευρωπαϊκή αγορά µια αναβαθµισµένη πελατειακή εµπειρία στην επικοινωνία, την οποία εδώ και καιρό αναζητούσαν τόσο οι καταναλωτές όσο και οι επιχειρήσεις».
Η Apifon, πρωτοπόρος των τεχνολογικών εξελίξεων, καινοτοµεί και δηµιουργεί µια νέα συνεργασία που θα φέρει νέες δυνατότητες, εξελίσσοντας το mobile marketing και το business messaging των ελληνικών και ξένων επιχειρήσεων.
Ελλάδα VS Ισπανία
Σε αντίθεση µε την Ελλάδα, από την οποία η Apifon δεν έλαβε κάποια ισχυρή υποστήριξη –µε εξαίρεση τη συµµετοχή της στο NBG Seeds της Εθνικής Τράπεζας–, η Ισπανία την επέλεξε για να συµµετάσχει στο πρόγραµµα Invest in Spain. «Προσεγγίζουν εταιρείες το προιόν των οποίων µπορεί να πουλήσει στην αγορά τους» εξηγεί ο 29χρονος επιχειρηµατίας και προσθέτει: «Ο incubator που µας επέλεξε είναι η Telefonica, από τους µεγαλύτερους παρόχους κινητής τηλεφωνίας κυρίως στη Λατινική Αµερική. Μας δίνει χώρο στα γραφεία της και µέσα στο επόµενο εξάµηνο, εφόσον πειστούν από το προϊόν µας και κουµπώσει µε τις ανάγκες της, τότε θα µας ανοίξει τον δρόµο για όλη αυτή την αγορά. Είναι, ίσως, το µεγαλύτερο επίτευγµα που µπορούµε να πετύχουµε στη χώρα».
Η επόµενη ηµέρα
Η Apifon ήταν µια startup η οποία ξεκίνησε ως bootstrap, βασίστηκε δηλαδή από την αρχή στις δικές της δυνάµεις. Ακόµη και σήµερα συνεχίζει να πορεύεται χωρίς εξωτερική βοήθεια, αφού τα κονδύλια που ανέµενε µετά την ένταξή της σε δύο προγράµµατα ΕΣΠΑ παραµένουν «παρκαρισµένα» στα ελληνικά ταµεία. Σύµφωνα µε τον ιδρυτή της, πάντως, σχετικές συζητήσεις έχουν ήδη ξεκινήσει τόσο µε Έλληνες όσο κυρίως µε ξένους επενδυτές, µε τον ίδιο να αφήνει ανοιχτό ακόµη και το ενδεχόµενο µιας εξαγοράς. «Πρόσφατα δεχτήκαµε µια τέτοια πρόταση. Κρίναµε, ωστόσο, ότι είναι πολύ νωρίς ακόµη. Δεδοµένου, όµως, ότι στην αγορά δραστηριοποιούνται γίγαντες, η πιθανότητα να συµβεί αυτό στο µέλλον είναι µεγάλη. Αυτό που χρειάζεται είναι σωστό timing και, βεβαίως, τίµηµα» καταλήγει, ξεκαθαρίζοντας ότι σε µια τέτοια περίπτωση δεν θα συµβιβαστεί µε µια θέση στο Advisory Board, διεκδικώντας το δικαίωµά του να «τρέχει» την εταιρεία που ίδρυσε.
* Το άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα στο πλαίσιο του αφιερώματος 40under40 για το 2018.