«Η υπερφορολόγηση έχει φτάσει στα όριά του τον τουρισµό»
- 13/04/2016, 16:21
- SHARE
Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ μιλάει για την τουριστική άνοιξη της Ελλάδας και τους κινδύνους των επενδύσεων στο χώρο.
Η φιγούρα του Ανδρέα Ανδρεάδη δεν παραπέµπει σε παραδοσιακό Έλληνα ξενοδόχο. Κανείς δεν θα έπεφτε από τα σύννεφα αν η ιδιότητα στις επαγγελµατικές κάρτες του ανέφερε τραπεζίτης. Είναι, ωστόσο, ο πρόεδρος του Συνδέσµου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) και έχει ταυτίσει τη θητεία του µε το πρώτο ολοκληρωµένο «Στρατηγικό Σχέδιο» για τον τουρισµό µέχρι το 2021, τη δηµιουργία της εταιρείας Marketing Greece, για την προώθηση του τουρισµού στην Ελλάδα, αλλά και τα αλλεπάλληλα ρεκόρ προσέλευσης τουριστών την τελευταία τριετία.
Κάναµε τη συνέντευξη καθώς προετοιµαζόταν για ακόµα ένα ταξίδι του από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, για να µιλήσει για φορολογικούς συντελεστές και κόστος χρήµατος στη Γενική Συνέλευση των µετόχων της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ). Μας περιέγραψε τους λόγους που έφεραν την τουριστική άνοιξη της τελευταίας τριετίας, µας εξήγησε γιατί χρειάστηκε να επικαιροποιηθεί το «Στρατηγικό Σχέδιο 2021» για την πορεία του τουρισµού και προϊδέασε για τους νέους, αναβαθµισµένους στόχους του. Ανέλυσε ακόµη γιατί έχουν καταστεί προβληµατικές οι τέσσερις στις δέκα ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, αν και ο ελληνικός τουρισµός καταρρίπτει το ένα ρεκόρ µετά το άλλο, και αναφέρθηκε στις συνταγές διάσωσης και τις προϋποθέσεις για την εξυγίανση των τουριστικών επιχειρήσεων. Περιέγραψε το επιχειρηµατικό περιβάλλον στην Ελλάδα και εξήγησε µε «µολύβι και χαρτί» γιατί δεν προσελκύονται επενδυτές. Προειδοποίησε, τέλος, πως ο κλάδος έχει φθάσει στα όριά του και θα απειληθεί µε υποχώρηση αν δεν επανέλθουν σε ανταγωνιστικά επίπεδα οι φορολογικοί συντελεστές και το κόστος χρήµατος.
Ο τουριστικός κλάδος προέρχεται από µια τριετία αλµατώδους αύξησης µεγεθών. Αιφνιδιαστήκατε απ’ αυτή την «έκρηξη». Πού την αποδίδετε; Το ότι έχουµε καταφέρει να συνεισφέρουµε το 25% του ΑΕΠ της ελληνικής οικονοµίας δεν βασίζεται σε αιφνιδιασµό, αλλά σε µεθοδική, µακροχρόνια και σκληρή δουλειά. Οι παράγοντες για την άνοδο της τελευταίας τριετίας είναι αρκετοί. Κατ’ αρχάς, από τότε που ξέσπασε η κρίση ο τουριστικός τοµέας απέδειξε ότι είναι πολύ ανθεκτικός και µε εξαιρετικά αντανακλαστικά. Τα τελευταία χρόνια σχεδόν το σύνολο των επιχειρήσεων ενίσχυσε την ποιότητα των προσφερόµενων προϊόντων και υπηρεσιών, εστίασε στην εκπαίδευση του προσωπικού, αξιοποίησε τη ζήτηση και το µείγµα των αγορών και διαφοροποιήθηκε από τον ανταγωνισµό. Ταυτόχρονα φρόντισε –πολλές φορές αφοµοιώνοντας το κόστος– να διατηρήσει τις τιµές των «πακέτων» στα επίπεδα των ανταγωνιστικών χωρών προσφέροντας εξαιρετικές, «value for money» υπηρεσίες. Σηµαντικό ρόλο θεωρώ ότι έχει παίξει το γεγονός ότι όλο αυτόν τον καιρό η πολιτεία είναι σε ανοιχτό διάλογο µε τους επαγγελµατίες του τουρισµού. Δεν συµφωνούµε σε όλα, αλλά υπάρχει συνεργασία σε αρκετά επίπεδα. Επιπλέον, ο ΣΕΤΕ, ως κοινωνικός εταίρος, έχει αποδείξει τα τελευταία χρόνια ότι ακολουθεί σύγχρονες µεθόδους όσον αφορά την υποστήριξη και την περαιτέρω ανάπτυξη του τουρισµού. Είµαστε ίσως ο µοναδικός εταίρος ο οποίος έχει παραδώσει στην πολιτεία έναν ολοκληρωµένο οδικό χάρτη για την ανάπτυξη του τουρισµού µέχρι το 2021, µε βασικά προϊόντα και συγκεκριµένη στόχευση. Αυτά έχουν συµβάλει στην ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων.
Το «Στρατηγικό Σχέδιο», όµως, ξεπεράστηκε, εκ των πραγµάτων, αφού οι ποσοτικοί του στόχοι ήδη υπερκαλύφθηκαν. Προτίθεστε να το αναθεωρήσετε; Πράγµατι, η επικαιροποίηση της µελέτης βρίσκεται στο τελικό στάδιό της και θα παρουσιαστεί επίσηµα στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΤΕ τον Μάιο. Αφορά τόσο την αναθεώρηση των µεγεθών όσο και την εξειδίκευση των ειδικότερων προϊόντων και υπηρεσιών του τουριστικού προϊόντος. Πρόκειται για µια πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα, αφού για πρώτη φορά αναλύονται δεδοµένα από την πλευρά της ζήτησης. Η επιτυχία της προηγούµενης µελέτης συνίσταται κυρίως στο ότι αποτέλεσε τη βάση για δηµόσια συζήτηση και συστηµατοποίησε τον διάλογο.
Μπορείτε να µας δώσετε µια πρόγευση από τους επικαιροποιηµένους στόχους; Κατ’ αρχάς, η επικαιροποίηση ήταν αναπόφευκτη, καθώς άλλαξαν σηµαντικά η κατανοµή των δικτύων µεταφοράς και η πελατεία του ελληνικού τουρισµού. Αυτό ήταν αποτέλεσµα της ανόδου του οδικού τουρισµού από τις γειτονικές χώρες, της εµφάνισης υπηρεσιών τύπου Airbnb, αλλά και της σηµαντικής συµβολής αεροπορικών εταιρειών χαµηλού κόστους, όπως της Ryanair και της easyJet. Ο νέος ετήσιος στόχος εισπράξεων φαίνεται πως θα τοποθετηθεί στο επίπεδο των 19-20 δισ. ευρώ, από 18-19 δισ. ευρώ, που προέβλεπε η προηγούµενη µελέτη, αλλά µε πολύ περισσότερες αφίξεις. Οι εκτιµήσεις συγκλίνουν µε όσα προβλέπει και η Fraport στη µελέτη της για την ανάπτυξη των περιφερειακών αεροδροµίων.
Θεωρείτε ότι είναι διατηρήσιµη η ανοδική δυναµική της τελευταίας τριετίας; Δύσκολο να το πει κανείς. Μπορεί να ξεπεράσαµε τους στόχους, όµως η Ελλάδα και, κατ’ επέκταση, οι συµπολίτες µας, οι επιχειρηµατίες, µικροί και µεγάλοι, οι εργαζόµενοι, περνάµε δύσκολες καταστάσεις. Θεωρώ ότι σήµερα βρισκόµαστε σε σηµείο καµπής. Ο τοµέας µας έχει αγγίξει τα όριά του και είναι έτοιµος, δυστυχώς, να υποχωρήσει υπό το βάρος των συνθηκών που διαµορφώνονται για την επιχειρηµατικότητα στην Ελλάδα.
Το επιχειρηµατικό περιβάλλον της κρίσης
Πώς θα περιγράφατε το επιχειρηµατικό περιβάλλον στην Ελλάδα σήµερα; Σκεφτείτε µόνο ποιοι παράγοντες επηρεάζουν αυτή τη στιγµή το επιχειρηµατικό περιβάλλον στην Ελλάδα: η εφαρµογή των προαπαιτούµενων της συµφωνίας της κυβέρνησης µε τους δανειστές, το ασφαλιστικό, η εφαρµογή του νόµου για τα «κόκκινα» δάνεια, η έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, το προσφυγικό, η γεωπολιτική αστάθεια γειτονικών µας χωρών, οι τροµοκρατικές επιθέσεις. Ταυτόχρονα, η υπερφορολόγηση του τουριστικού τοµέα παραµένει το πλέον σηµαντικό εµπόδιο για τη θωράκισή µας έναντι των ανταγωνιστών. Το πλέον ανησυχητικό, όµως, είναι ότι δεν βλέπουµε ένα τέλος στην πρακτική της υπερφορολόγησης. Εκεί που πιστεύουµε ότι ολοκληρώθηκε ο κύκλος των νέων φόρων και πρόσθετων επιβαρύνσεων, διαρκώς ακούµε για νέα µέτρα. Ξεκάθαρα η χώρα µας έχει δηµιουργήσει µια σειρά φορολογικών αντικινήτρων τόσο για τη λειτουργία των τουριστικών επιχειρήσεων όσο και για την προσέλκυση σχετικών επενδύσεων. Από την πρόσφατη µελέτη καταγραφής και συγκριτικής αξιολόγησης του φορολογικού πλαισίου που διέπει τις τουριστικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα και στις ανταγωνίστριες χώρες, την οποία εκπόνησε η TMS για λογαριασµό του ΙΝΣΕΤΕ, προκύπτει ότι η χώρα τερµατίζει τελευταία σ’ αυτή την κούρσα, σε σχέση και µε τους φόρους επενδύσεων και µε τους φόρους λειτουργίας, µε την Κύπρο να βρίσκεται στην καλύτερη θέση, την Κροατία δεύτερη, την Τουρκία τρίτη, την Ισπανία τέταρτη και την Ιταλία πέµπτη. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ελληνικός τουρισµός δεν θα είναι ανταγωνιστικός και το κράτος θα εξακολουθεί να χάνει σε έσοδα και στόχους. Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, προκειµένου το 2017 να επανέλθουν οι συντελεστές ΦΠΑ σε ανταγωνιστικά επίπεδα. Διαφορετικά, η πραγµατικότητα θα είναι πολύ δύσκολη για τους νοµιµόφρονες επιχειρηµατίες, οι οποίοι αγωνίζονται σε δύσκολες συνθήκες για έναν τοµέα µε θετική επίδραση σε όλο το φάσµα της οικονοµικής δραστηριότητας.
Ο ρόλος των επενδύσεων
Θεωρητικά οι επενδύσεις µπορούν να αλλάξουν το momentum στην ελληνική οικονοµία. Υπάρχουν, όµως, οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να… βρουν τον δρόµο προς την Ελλάδα; Η αποκατάσταση της εµπιστοσύνης µεταξύ κράτους και επενδυτή είναι ίσως η σηµαντικότερη συνθήκη για την υλοποίηση επενδύσεων στη χώρα. Και άµεση προϋπόθεση γι’ αυτή την εµπιστοσύνη είναι, πρώτα απ’ όλα, η ύπαρξη σταθερού επενδυτικού και φορολογικού πλαισίου. Θα σας περιγράψω τι βλέπει ένας επενδυτής, Έλληνας ή ξένος, να συµβαίνει στη χώρα µας σήµερα. Βλέπει οκτώ αλλαγές ΦΠΑ διαµονής και εστίασης από το 2008 έως και σήµερα και συνεχείς αλλαγές στη φορολόγηση των επιχειρήσεων. Ακόµη βλέπει τη µη εκπλήρωση από την πλευρά του δηµοσίου των υποχρεώσεων, που το ίδιο ανέλαβε µε αποφάσεις αρµοδίων οργάνων, όπως, για παράδειγµα, στο πλαίσιο του αναπτυξιακού νόµου. Βλέπει την απουσία ολοκληρωµένου Χωροταξικού Σχεδιασµού, ελλιπείς ή σταδιακά υποβαθµιζόµενες δηµόσιες υποδοµές στις τουριστικές περιοχές και απροθυµία να προχωρήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις που απαιτούνται για τη βελτίωση του τουριστικού προϊόντος. Νοµίζω ότι δεν χρειάζεται να συνεχίσω…
Μας εξηγείτε µε «µολύβι και χαρτί» γιατί δεν γίνονται επενδύσεις στην Ελλάδα; Μια µέση επένδυση ύψους 10 εκατ. ευρώ σε ένα ξενοδοχείο στην Ελλάδα επιβαρύνεται µε 5% υψηλότερο ΦΠΑ και 5% υψηλότερο κόστος χρήµατος, σε σύγκριση µε µια αντίστοιχη στην Ισπανία. Αν σε µια τέτοια επένδυση τα πέντε εκατ. ευρώ προέρχονται από δανεισµό (όπως συµβαίνει συνήθως), αυτό σηµαίνει αυτοµάτως ότι επιβαρύνεται µε επιπλέον 250.000 ευρώ τον χρόνο εξαιτίας των υψηλότερων επιτοκίων. Από τον επιπλέον ΦΠΑ ύψους 5% και σε έναν τζίρο τέσσερα εκατ. ευρώ, που πραγµατοποιούν τα ξενοδοχεία αυτού του µεγέθους, προκύπτει µια πρόσθετη επιβάρυνση 200.000 ευρώ τον χρόνο. Συνολικά, λοιπόν, υπάρχει επιπλέον επιβάρυνση 450-500.000 ευρώ τον χρόνο, σε σχέση µε ένα ισπανικό ξενοδοχείο. Αν µάλιστα το υπολογίσουµε σε βάθος δεκαετίας, που αποτελεί την περίοδο απόσβεσης της επένδυσης, η επιβάρυνση φθάνει τα τέσσερα µε πέντε εκατ. ευρώ. Οπότε, το κόστος της επένδυσης στην Ελλάδα ανεβαίνει από τα 10 εκατ. ευρώ στα 15 εκατ. ευρώ, κάτι που µεταφράζεται σε 50% υψηλότερο κόστος από ό,τι σε µια ανάλογη επένδυση σε ένα ξενοδοχείο της Ισπανίας. Είναι προφανές, νοµίζω, για ποιον λόγο δεν γίνονται επενδύσεις στην Ελλάδα.
Σε µια περίοδο άνθησης του τουρισµού και µε θετικές προοπτικές θα περίµενε κανείς τα ελληνικά ξενοδοχεία να είναι περιζήτητα. Ωστόσο, εκατοντάδες από αυτά φέρονται να πωλούνται, φανερά ή εµµέσως, αλλά δεν βρίσκουν αγοραστή. Γιατί συµβαίνει αυτό;Έχουµε στα χέρια µας σχετική µελέτη της συµβουλευτικής εταιρείας PWC που υπολογίζει πως, παρά τη σηµαντική µεγέθυνση του τουρισµού, το 40% των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων στην Ελλάδα αντιµετωπίζουν σοβαρά ζητήµατα βιωσιµότητας. Ενώ υπάρχει η δυνατότητα να εξυγιανθούν και να γίνουν βιώσιµα, αδυνατούν να το κάνουν και η οικονοµική τους θέση επιδεινώνεται χρόνο µε τον χρόνο. Οι επιχειρήσεις ήρθαν σ’ αυτή την κατάσταση λόγω, βεβαίως, των νέων συνθηκών ανταγωνισµού στη διεθνή αγορά, αλλά, σε µεγάλο βαθµό, και λόγω της υπερφορολόγησης και του υψηλού κόστους χρήµατος στην Ελλάδα.
Συνταγές διάσωσης
Είναι δυνατόν να διασωθούν πολλές από τις προβληµατικές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις; Το δίληµµα για την κυβέρνηση και τους τραπεζίτες µοιάζει να είναι «ευθανασία ή ανάσταση;». Πρακτικά υπάρχουν δύο τρόποι για να εξυγιανθούν: είτε µε την είσοδο νέων κεφαλαίων σ’ αυτές είτε µέσω της εξαγοράς τους από υγιείς επιχειρήσεις. Η είσοδος νέων κεφαλαίων, όµως, συνδέεται µε το υψηλό κόστος της επένδυσης στην Ελλάδα, όπως εξηγήσαµε παραπάνω. Οι δε υγιείς επιχειρήσεις, για να τις εξαγοράσουν, θα πρέπει να έχουν το περιθώριο να το κάνουν, χωρίς να διακινδυνεύουν να γίνουν και αυτές προβληµατικές. Αν δεν µειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές σε ανταγωνιστικά επίπεδα είναι δύσκολο να βρεθούν αγοραστές.
Τελικά, υπάρχει «χάρτης» για να βγουν οι επιχειρήσεις από τον λαβύρινθο που περιγράφουµε τόση ώρα; Θα πρέπει να επιτραπεί στις τράπεζες να αναδιαρθρώσουν µε πολύ υψηλότερα ποσοστά τα δάνεια των καθ’ όλα βιώσιµων επιχειρήσεων, µε πιθανή είσοδο νέων κεφαλαίων ή στρατηγικών επενδυτών, ώστε αυτές να εξυγιανθούν και να συνεχίσουν τη λειτουργία τους. Είναι τουλάχιστον παράδοξο µια χώρα που έχει ως βασικό στόχο της την αναδιάρθρωση του δηµοσίου χρέους της –και πολύ ορθά– να µην δίνει την ίδια δυνατότητα στις επιχειρήσεις, που αποτελούν και τον βασικό κορµό της οικονοµίας της, µε όρους απολύτως συµβατούς µε τα διεθνή χρηµατοοικονοµικά πρότυπα.
Μ’ αυτά τα δεδοµένα φαντάζουν δύσκολα τα χρόνια που έρχονται για τις ελληνικές επιχειρήσεις που διατηρούν ηγετική παρουσία στον ελληνικό τουρισµό. Είναι έτσι; Απαιτείται τεχνογνωσία, αποφασιστικότητα και συνεργασία πολιτείας, τραπεζικού συστήµατος, επιχειρηµατικού κόσµου, για την επεξεργασία και την υλοποίηση ρεαλιστικών πολιτικών που θα ενισχύουν και δεν θα επιβαρύνουν την υγιή επιχειρηµατικότητα, αφού µόνο αυτή µπορεί να φέρει ανάπτυξη, δηµόσια έσοδα και απασχόληση. Από την πλευρά µας, έχοντας πλέον ένα ισχυρό όραµα, κρατάµε σταθερά στα χέρια µας το τιµόνι το οποίο θα κατευθύνει όλες µας τις προσπάθειες προς έναν κοινό στόχο, που δεν είναι άλλος από την τοποθέτηση του ελληνικού τουρισµού στην κορυφή. Δρόµος σύνθετος, ο οποίος προϋποθέτει τη διαρκή αναβάθµιση του συνόλου των υπηρεσιών που παρέχουµε και την περαιτέρω διασφάλιση υψηλής ποιότητας του τελικού τουριστικού προϊόντος. Μόνο έτσι θα συµβάλουµε στην ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας της χώρας µας και είµαστε έτοιµοι να το πετύχουµε.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Fortune Απριλίου που κυκλοφορεί