Όταν λέµε Courier στην Ελλάδα, εννοούµε ACS
- 18/12/2017, 15:44
- SHARE
H αντιπρόεδρος του οµίλου Quest, Έφη Κουτσουρέλη, µιλά στο Fortune για την ανάπτυξη της ACS στη νέα εποχή των µεταφορών.
Η Έφη Κουτσουρέλη βλέπει παντού ευκαιρίες. «Κάποιες κερδισµένες και, δυστυχώς, κάποιες ανεκµετάλλευτες», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Η ίδια ξέρει να τις αναγνωρίζει, επενδύοντας χρόνο και κόπο ως µία εκ των ιδρυτικών µελών του σηµερινού οµίλου προϊόντων και υπηρεσιών πληροφορικής και υψηλής τεχνολογίας Quest, ο οποίος χωρά στους κόλπους του δραστηριότητες όπως είναι οι ταχυµεταφορές και οι υπηρεσίες ταχυδροµείου, οι Ανανεώσιµες Πηγές Ενέργειας και, εσχάτως, η αξιοποίηση ακινήτων. Βασικός µέτοχος και σηµερινή αντιπρόεδρος ενός οργανισµού που από το 1984, όταν απέκτησε υπόσταση ανώνυµης εταιρείας, έχει διαγράψει πολλούς κύκλους ανάπτυξης και επέκτασης, συµβαδίζοντας µε τις αντίστοιχες «κορυφές» και «κοιλάδες» της ελληνικής οικονοµίας, αποτιµά το παρελθόν, δουλεύει στο παρόν και οραµατίζεται το µέλλον.
«Η κρίση υπήρξε αποκαλυπτική των αδυναµιών της χώρας. Αυτά που εξακολουθούν να µε ανησυχούν, ωστόσο, δεν είναι αυτή καθ’ αυτή η ύφεση και το οικονοµικό περιβάλλον, όσο το γεγονός του ότι οι αδυναµίες δεν έχουν εκτιµηθεί και δεν λαµβάνονται αποφάσεις για να τις ξεπεράσουµε». Επαναλαµβάνει σε αρκετά σηµεία της συζήτησής µας, πως κυβέρνηση και πολιτεία εµφανίζονται ανασφαλείς και ολιγωρούσες απέναντι στην πρόκληση της εξόδου από την κρίση και την επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα. Κάνει λόγο για την επόµενη ηµέρα, για το ταλέντο των ανθρώπων που δεν αξιοποιείται, για τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα µιας χώρας όπως η Ελλάδα και για τον χρόνο που τρέχει αδιαφορώντας για τις εσωτερικές στρεβλώσεις και τις ελλείψεις µας.
«Πιστεύω ότι πρέπει να εξετάζουµε τις καταστάσεις σε βάθος χρόνου και να προετοιµάζουµε τις επόµενες κινήσεις µας. Γι’ αυτό είµαι υπέρ των αλλαγών και των πραγµάτων που µπορούν να οδηγήσουν σε εξέλιξη. Ζούµε σε έναν κόσµο που οι µεταβολές είναι ραγδαίες και ο ρυθµός ταχύτερος απ’ αυτόν που µπορούµε να αφοµοιώνουµε. Γι’ αυτό απαιτούνται, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, προσπάθεια, κατανόηση του νέου περιβάλλοντος, τόλµη στις αλλαγές και έγκαιρη λήψη αποφάσεων, µε στόχο την προσαρµογή στα καινούργια δεδοµένα και τη βιώσιµη ανάπτυξη. Αυτές είναι εξάλλου και οι προτεραιότητες της Quest».
Το µοντέλο της ACS Courier
Η Έφη Κουτσουρέλη αναφέρει ως παράδειγµα την ACS Courier, την εταιρεία του Οµίλου Quest, η οποία την τελευταία τριετία έχει επιδείξει θεαµατικούς ρυθµούς ανάπτυξης. Ο κύκλος εργασιών έχει αυξηθεί κατά 60,2%, ενώ η χρηµατοοικονοµική υγεία της παραµένει εντυπωσιακή, καθώς, παρά την ανάπτυξή της, δεν φέρει κανένα δανειακό βάρος. Το αποτέλεσµα αυτό βασίζεται σε µια συστηµατική προσπάθεια του Οµίλου να αναπτυχθεί στον τοµέα των ταχυµεταφορών, αξιοποιώντας, από τη µια πλευρά, την εξειδίκευσή του σε τεχνολογικές λύσεις και δραττόµενος, από την άλλη, της ευκαιρίας που ανοίγεται όσο οι συναλλαγές στη χώρα αλλάζουν. Από το 1999, οπότε η ACS έγινε µέλος της Quest, αλλά κυρίως µετά το 2004, όταν ο Όµιλος ανέλαβε το 100% του management, άρχισε µια νέα εποχή, µε ενέργειες που στόχευσαν στην εκτεταµένη αναδιάρθρωση του δικτύου καταστηµάτων της, στην αναβάθµιση της οργάνωσης και των υποδοµών της, στη σταδιακή ανανέωση της εικόνας της, στη βελτίωση όλων των διαδικασιών της, καθώς και στην εκπαίδευση των υπαλλήλων της, µε στόχο την καλύτερη εξυπηρέτηση. Η ACS παραδοσιακά ηγούνταν της αγοράς ταχυµεταφορών, ωστόσο σήµερα διαθέτει το µεγαλύτερο µερίδιο (24%). Παράλληλα, στην αγορά του απλού ταχυδροµείου, όπου δραστηριοποιείται τα τελευταία χρόνια, µετά την απελευθέρωση των ταχυδροµικών υπηρεσιών, κατέχει ένα µερίδιο περίπου 5%, µε τις προοπτικές να είναι θετικές.
Αν και πρόκειται για µια «παραδοσιακή» δραστηριότητα, η Έφη Κουτσουρέλη στέκεται στο γεγονός ότι την ώθηση δίνει πια η τεχνολογία, η οποία εξυπηρετεί συστήµατα, νέες υπηρεσίες και το τελικό έργο, δηλαδή τη µεταφορά, την παράδοση και την εξυπηρέτηση εκατοµµυρίων συναλλαγών. Στα 36 χρόνια που δραστηριοποιείται στην αγορά, η ACS επενδύει διαρκώς προκειµένου να εξελίσσεται και να αντιµετωπίζει τον ανταγωνισµό και τις απαιτήσεις των πελατών της, οι οποίες µεγαλώνουν όσο εντείνονται η διείσδυση του ηλεκτρονικού εµπορίου και η ανάγκη για σύγχρονες ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει επενδύσεις για την απόκτηση σύγχρονων συστηµάτων αυτόµατης διαλογής που βελτιώνουν σηµαντικά την ποιότητα παράδοσης ως προς την ταχύτητα και περιορίζουν την πιθανότητα ανθρώπινου λάθους. Επενδύσεις έχουν γίνει επίσης για την προµήθεια κινητών συσκευών χειρός PDA τρίτης γενιάς για τους διανοµείς, ώστε να έχουµε την ηλεκτρονική υπογραφή του παραλήπτη, καθώς και συστήµατα Mobile POS και Mobile Printers, για τη δυνατότητα πληρωµής µε τραπεζικές κάρτες στον χώρο του πελάτη. Παράλληλα, η ACS έχει προγραµµατίσει τη δηµιουργία ενός νέου κέντρου διαλογής σε ένα οικόπεδο συνολικής επιφάνειας 27.600 τ.µ. µε διεθνείς προδιαγραφές και σύγχρονα συστήµατα διαλογής, το οποίο εκτιµάται ότι θα ολοκληρωθεί το 2019. Η εν λόγω επένδυση, ύψους 28-30 εκατ. ευρώ, προβλέπεται να βελτιώσει σηµαντικά τη δυναµικότητα και τους χρόνους διαλογής των αποστολών, µε αποτέλεσµα την αναβάθµιση της αξιοπιστίας και των δυνατοτήτων διαχείρισης µεγαλύτερου πλήθους αποστολών.
Οι συνέργειες και η σύγχρονη τάση του πελάτη
Η εταιρεία έχει εντάξει πλήθος υπηρεσιών στο δίκτυό της σε συνεργασία µε άλλες επιχειρήσεις όπως η nrg, για την παροχή οικονοµικού ρεύµατος στο σπίτι ή την επιχείρηση, ή όπως η MoneyGram, για τη γρήγορη και ασφαλή µεταφορά χρηµατικών εµβασµάτων. Επίσης, στον τοµέα της υπηρεσίας εξόφλησης λογαριασµών τρίτων (ACS Bill Receipts) που παρέχεται από τα καταστήµατα ACS, εκτός από τις υπάρχουσες συνεργασίες όπως για λογαριασµούς ΔΕΗ και Wind, η εταιρεία είναι ανοιχτή σε συνεργασίες, ώστε να µπορούν οι πελάτες της να πληρώνουν τους λογαριασµούς τους στο κατάστηµα της γειτονιάς τους γρήγορα και εύκολα, χωρίς αναµονή σε ουρές. Πέραν όµως τούτων, η βασική δραστηριότητά της είναι και θα παραµείνει τουλάχιστον για το εγγύς µέλλον οι υπηρεσίες ταχυµεταφορών, οι οποίες χάρη στην ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εµπορίου φαίνεται ότι θα αναπτύσσονται τα επόµενα χρόνια µε υψηλούς ρυθµούς. «Οι συνεργασίες µε άλλους παρόχους υπηρεσιών έχουν να κάνουν µε τη επιθυµία του πελάτη για γρήγορη εξυπηρέτηση και ταυτόχρονη κάλυψη διαφόρων αναγκών του από ένα µόνο σηµείο (one-stop-shop) προκειµένου να διευκολυνθεί» αναφέρει η Έφη Κουτσουρέλη.
Προφανώς η κρίση στην Ελλάδα δεν άφησε ανεπηρέαστη τη δραστηριότητα της ACS. «Πρέπει να ανταποκριθείς όταν έχεις αφενός την ευθύνη τόσων εργαζοµένων αλλά και το ηγετικό µερίδιο σε µια αγορά στην οποία, ανεξαρτήτως της ύφεσης, ο πελάτης θέλει να ικανοποιηθεί» σηµειώνει η αντιπρόεδρος της εταιρείας. Κατά την ίδια, η κρίση ενέτεινε τον ανταγωνισµό στην αγορά ταχυµεταφορών, µε επακόλουθο τη µείωση των τιµών. Ωστόσο, σ’ αυτή την πίεση πρέπει να υπάρξει και ένα όριο, όπως αναφέρει, διότι «η εν λόγω µείωση αποτελεί µεγάλο κίνδυνο για τις υπηρεσίες ταχυµεταφοράς αλλά και γενικότερα, καθώς ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στην ποιότητα των παρεχόµενων υπηρεσιών. Από την άλλη, το γεγονός αυτό ασκεί µεγαλύτερη πίεση για την εξεύρεση λύσεων που αυξάνουν την αξία µας».
Για την ACS, στόχος πλέον είναι η αξιοποίηση των τεχνολογιών αιχµής που εξυπηρετούν όχι µόνο τον πελάτη-αποστολέα, αλλά και τον πελάτη-παραλήπτη. Τέτοιες είναι η υπηρεσία αυτόµατης απόδοσης αντικαταβολών µε άµεσο web-transfer των χρηµάτων και ηλεκτρονικές ενηµερώσεις µέσω email, εργαλεία αυτοµατοποίησης αποστολών όπως το Web Business Tools για την πιο αποδοτική λειτουργία των e-shops, η υπηρεσία αυτόµατων ειδοποιήσεων µε SMS/email για το status της αποστολής, και η υπηρεσία «Card On Delivery» για την πληρωµή των αντικαταβολών µε χρεωστική/πιστωτική κάρτα στο κατάστηµα ή και στον χώρο του παραλήπτη µε φορητές συσκευές POS – υπηρεσίες που διευκολύνουν το σύνολο των πελατών της αγοράς ταχυµεταφορών.
Γιατί η Ελλάδα παραµένει ακριβή αγορά
Παρά την ενσωµάτωση καινοτοµιών, την αύξηση της αποτελεσµατικότητας και τη διαρκή πίεση τιµών, η Ελλάδα παραµένει ακριβή όσον αφορά τις χρεώσεις και τα µεταφορικά κόστη, γεγονός που αποτελεί τη βασική τροχοπέδη για την ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εµπορίου, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται παράγοντες της αγοράς, αλλά και των µικρών εξαγωγικών επιχειρήσεων, που δεν µπορούν να αξιοποιήσουν τον ανοιχτό ορίζοντα των ηλεκτρονικών αγορών.
«Αν και η Ελλάδα είναι µια υπέροχη χώρα, σε ό,τι αφορά τη δική µας δουλειά στην ACS, η µορφολογία και η θέση της στον χάρτη παραµένουν δύο αίτια τα οποία ανεβάζουν το κόστος» εξηγεί. Η γεωγραφική δοµή της, που περιλαµβάνει πολλούς νησιωτικούς και δυσπρόσιτους προορισµούς, οι οποίοι απαιτούν συνδυασµένες µεταφορές, οδηγούν σε υψηλότερο κόστος µεταφοράς µε οδικούς, θαλάσσιους και αεροπορικούς άξονες. Αντίστοιχα, για τις αποστολές εξωτερικού πρέπει να καλύπτονται µεγάλες αποστάσεις µέσω πολλών χωρών ώστε να φτάσουν στον τελικό προορισµό τους, κάτι το οποίο αυξάνει το κόστος µεταφοράς.
Ωστόσο, η εταιρεία αναζητά λύσεις, αλλάζοντας µια παράµετρο του κόστους, δηλαδή τον χρόνο παράδοσης. «Μια απάντηση στην ανάγκη για πιο οικονοµικές χρεώσεις έως και 70% από τις δραστηριότητες ταχυµεταφορών αποτελούν οι υπηρεσίες οδικής και θαλάσσιας µεταφοράς σε πιο γρήγορους χρόνους παράδοσης που προσφέρει η ACS για προορισµούς στην Ευρώπη, όπως η υπηρεσία ACS EU Economy, και στην Κύπρο η υπηρεσία ACS Cyprus Economy» υποστηρίζει η Έφη Κουτσουρέλη.
Στη συνέχεια, µιλώντας και πάλι για τους δρόµους που διανοίγονται στην εσωτερική αγορά, η αντιπρόεδρος του Οµίλου Quest επιµένει στις επενδύσεις και στην ανάγκη προσέλκυσής τους − όχι όµως σε όλες, παρά µόνο στις πραγµατικά ωφέλιµες. Έτσι, απαντά αρνητικά στην πιθανότητα εκδήλωσης ενδιαφέροντος εκ µέρους του Οµίλου Quest για τα Ελληνικά Ταχυδροµεία. «Με τις υπάρχουσες συνθήκες η ιδιωτικοποίησή τους είναι δύσκολο να καταστεί ελκυστική ως επένδυση, λαµβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα του οργανισµού και το γεγονός ότι ο κυριότερος τοµέας της δραστηριότητάς του, δηλαδή οι ταχυδροµικές υπηρεσίες του απλού γράµµατος, είναι σε φθίνουσα πορεία. Οπότε νοµίζω ότι θα κυλήσει αρκετό νερό στο αυλάκι και οποιαδήποτε τοποθέτηση για το θέµα είναι µάλλον πρόωρη».
Η Έφη Κουτσουρέλη δεν διαφοροποιείται από τον πρόεδρο του Οµίλου Quest, και πρόεδρο του ΣΕΒ, Θεόδωρο Φέσσα, εκφράζοντας και πάλι το πάγιο αίτηµα των επιχειρήσεων για µείωση της φορολογίας, «που θα άφηνε µεγαλύτερο περιθώριο για κέρδη και επενδύσεις».
Προσθέτει δε πως «θα βλέπαµε αποτελεσµατικότητα εάν γίνονταν ενέργειες που στόχευαν στην αύξηση του ρυθµού ανάπτυξης της αγοράς και της οικονοµίας. Η ανάπτυξη π.χ. της αγοράς του ηλεκτρονικού εµπορίου είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε την αγορά ταχυµεταφορών. Επίσης, θα ήµασταν όλοι ωφεληµένοι εάν εφαρµοζόταν το πλαίσιο κρατικών ελέγχων για την τήρηση των θεσµικών κανονισµών και οικονοµικών υποχρεώσεων των εταιρειών courier, µε σκοπό τη µείωση του αθέµιτου ανταγωνισµού και τη δηµιουργία µιας ίσης και υγιούς αγοράς, µε ίση µεταχείριση όλων των παρόχων».
Η ίδια επιµένει στην τήρηση των κανόνων, αλλά και στη συµµόρφωση των επιχειρήσεων στα δεδοµένα του 21ου αιώνα, µιλώντας ευρέως για τη συνεπή εταιρική διακυβέρνηση, ως απαίτηση των καιρών. «Δεν πετυχαίνει κανείς δουλεύοντας στο περίπου. Πρέπει να έχεις στόχους και να κάνεις τον απολογισµό σου απέναντι στην πολιτεία, την κοινωνία, τους µετόχους και τους εργαζοµένους» δηλώνει µε έµφαση, συµπληρώνοντας: «Δίνω βάση στην υιοθέτηση των αρχών και των αξιών που υποστηρίζει και προβάλλει ο Όµιλος ως εργασιακές πρακτικές, όπως είναι η ακεραιότητα, η οµαδική εργασία, η σύµπνοια, ο σεβασµός, η εµπιστοσύνη, η κοινωνική υπευθυνότητα και η συµµετοχή».
Αντιλαµβάνεται, ωστόσο, ότι η υιοθέτηση αρχών και αξιών δεν έχει τον ίδιο βαθµό αποδοχής στο ευρύτερο περιβάλλον. Στην κοινότοπη ερώτηση αν το φύλο παίζει κάποιον ρόλο στον τρόπο που προχωρά ή διεκδικεί την ηγεσία µια γυναίκα, η Έφη Κουτσουρέλη, παραδέχεται ότι συνήθως «η γυναίκα είναι η ‘‘ριγµένη’’ της αναµέτρησης». Εκτιµά ότι, όταν µια γυναίκα έχει φθάσει σε υψηλή θέση, συνήθως έχει περισσότερα προσόντα από τον µέσο όρο των ανδρών του ίδιου χώρου. Σε ό,τι αφορά τον τρόπο που ασκεί διοίκηση µια γυναίκα, υποστηρίζει ότι «υπάρχει το προσωπικό στιλ. Από εκεί και πέρα υφίστανται οι διαφορές που χαρακτηρίζουν τα δύο φύλα, π.χ. η προσοχή στη λεπτοµέρεια, η υποµονή, η ευελιξία και η προσαρµοστικότητα, ως εν γένει προτερήµατα του γυναικείου φύλου».
H εταιρεία σε αριθµούς
H ACS διαθέτει το µεγαλύτερο αυτόνοµο δίκτυο εξυπηρέτησης στη ΝΑ Ευρώπη, µε πάνω από 600 σηµεία, σε Ελλάδα, Κύπρο, Αλβανία και Βουλγαρία, τα οποία διακινούν περίπου 50.000.000 αποστολές ετησίως. Διαθέτει ακόµη 3.000 εξειδικευµένα άτοµα στελεχιακό δυναµικό, 2.000 µεταφορικά µέσα διανοµής (φορτηγά και δίκυκλα) και 10 κέντρα διαλογής / διαµετακόµισης (Hubs) σε όλη την Ελλάδα, µε αυτόµατα συστήµατα διαλογής αποστολών, τα οποία εξυπηρετούν 15.000 προορισµούς εντός Ελλάδος. Μέσω των αποστολών e-Commerce που διακινεί, εισπράττει και αποδίδει αξιόπιστα άνω των 550.000.000 ευρώ αντικαταβολών ετησίως. Το 2016 ο κύκλος εργασιών της άγγιξε τα 90 εκατ.ευρώ, τα λειτουργικά κέρδη EBITDA ανήλθαν στα 11,7 εκατ.ευρώ από 7 εκατ. ευρώ περίπου το 2015, ενώ η προ φόρων κερδοφορία διαµορφώθηκε στα 10,8 εκατ.ευρώ.