Πόσο πιθανό είναι το σενάριο επισιτιστικής κρίσης;

Πόσο πιθανό είναι το σενάριο επισιτιστικής κρίσης;
Η ακρίβεια σε βασικά αγαθά, τα «απόνερα» του Daniel και η…παραγωγή κινόας.

Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, οι ουκρανικές εξαγωγές σιτηρών έχουν διαταραχθεί σοβαρά. Δεδομένου μάλιστα ότι πρόκειται για τον 5ο μεγαλύτερο εξαγωγέα της Ευρώπης, και έναν από τους βασικούς τροφοδότες της Ελλάδας, ανακύπτουν ερωτήματα αναφορικά με την επάρκεια βασικών πρώτων υλών. Η ανησυχία περί επισιτιστικής κρίσης ενισχύεται και από την κλιματική κρίση, η οποία εκτονώνεται με ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως ο Daniel που έπληξε την περιοχή της Θεσσαλίας καταστρέφοντας την χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής, κοστίζοντας στην ελληνική οικονομία περί τα 5 δις ευρώ.

Η Δρ. Ιωάννα Κακαμπούκη, Eπίκουρη Καθηγήτρια Γεωργίας & Καινοτόμων Καλλιεργειών στο Γεωπονικό  Πανεπιστήμιο Αθηνών παρουσιάζει στο Fortune τις προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει τα επόμενα χρόνια ο αγροδιατροφικός τομέας, εξηγεί γιατί η Ελλάδα παραμένει λιγότερο ανταγωνιστική και πιο ακριβή σε βασικά αγαθά από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, ενώ απαντάει στο ερώτημα του πόσο αυτόνομή είναι η χώρα μας στο κομμάτι των σιτηρών!

Κα Κακαμπούκη, πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) που είδε το φως της δημοσιότητας δείχνει ότι η Ελλάδα είναι ακριβότερη στο αλεύρι, το γάλα και το ελαιόλαδο από τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Οι διαφορές κόστους δεν οφείλονται στη τεχνική παραγωγής ή στην απόδοση των φυσικών πόρων (έδαφος, νερό και ποικιλίες ) αλλά σε παράγοντες όπως το κόστος ενέργειας, η φορολόγηση και κυρίως στην οργάνωση της αγοράς. Η χώρα μας, ως γνωστόν, δεν έχει σημαντική παραγωγή εισροών (λιπάσματα, φυτοφάρμακα κτλ) με αποτέλεσμα να τα εισάγει, αυξάνοντας έτσι το κόστος παραγωγής. Επιπλέον, υπάρχουν λιγότεροι μεσάζοντες, σε χώρες όπως η Ισπανία και η Γαλλία,  με αποτέλεσμα μικρότερες τιμές.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι είμαστε η μόνη Μεσογειακή χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου δεν έχουμε ανταλλακτήρια τιμών γεωργικών προϊόντων. Οι τιμές των σιτηρών στην Ελλάδα καθορίζονται από τις τιμές που δίνει συνήθως, το ανταλλακτήριο της Foggia στην Ιταλία! Επίσης στην Ελλάδα ο συνεργατισμός δεν έχει αναπτυχθεί και αδυνατεί ο Έλληνας παραγωγός να επηρεάσει τη τελική τιμή των προϊόντων μιας και ο μικρός κλήρος γης ανά παραγωγό  επηρεάζει σημαντικά το κόστος παραγωγής με αποτέλεσμα την μεγαλύτερη τελική τιμή.

Δεδομένου ότι η Ουκρανία είναι ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας σίτου παγκοσμίως, που αποτελεί βασική πρώτη ύλη, τι εναλλακτικές υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη; Ελλοχεύει ο κίνδυνος επισιτιστικής κρίσης όσο συνεχίζεται ο πόλεμος με τους Ρώσους;

Τόσο η Ουκρανία, όσο και η Ρωσία και η Λευκορωσία αποτελούσαν τις κύριες χώρες προμήθειας σιτηρών  της ΕΕ, γνωστά σαν Black Sea Cereals. Δεδομένου ότι τα σιτηρά αποτελούν παγκόσμια προϊόντα που κατά βάση αποτελούν τα πρώτα σε σημαντικότητα αγροτικά προϊόντα, με την έναρξη του πολέμου διαταράχθηκαν τα κανάλια εισαγωγής σιτηρών από την Μαύρη Θάλασσα. Δύο χρόνια μετά ήρθε η ισορροπία στο παγκόσμιο εμπόριο σιτηρών από εναλλακτικά κανάλια καθώς επίσης και η παγκόσμια παραγωγή αυξήθηκε για να καλύψει τις ελλείψεις λόγω του πολέμου. Για αυτούς τους λόγους, παρατηρείται σταδιακή μείωση τιμών σιτηρών από 5%-30% ανάλογα το είδος σιτηρού. Επίσης και οι ποσότητες αποθεμάτων των σιτηρών παραμένουν σταθερά υψηλά.

Επιπλέον, οι τάσεις που παρατηρούνται και για το 2024 είναι παρόμοιες με το προηγούμενο έτος, και εκτός κλιματικού ή πολιτικού  “απρόοπτου” δεν θα παρατηρηθεί έλλειψη στα σιτηρά.

Μπορεί τη δεδομένη χρονική στιγμή η εγχώρια παραγωγή να καλύψει τις ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού;

Η παραγωγή σιτηρών στην Ελλάδα είναι πτωτική και φτάνει την τελευταία πενταετία σε επίπεδο 24,37% συνολικά. Ειδικότερα στο σκληρό σιτάρι (κυρίως για ζυμαρικά και ζωοτροφές) παραμένει σχετικά υψηλή. Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα εισάγει 62.000 τόνους ενώ αντίθετα εξάγει 325.000 τόνους κατά το έτος 2022/23. Αυτό σχετίζεται με την υψηλότερη τιμή του σκληρού σίτου σε σχέση με το μαλακό. Αντίθετα το μαλακό (χρήση κυρίως για ψωμί, αρτοσκευάσματα κτλ) γίνονται μεγάλες εισαγωγές 1.040.000 τόνους ενώ εξάγει μόνο 75.000 τόνους.

Στο κριθάρι επίσης εισάγουμε 118.000 τόνους ενώ εξάγουμε μόνο 4.000 τόνους. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι, εκτός του σκληρού σίτου, δεν μπορούμε να καλύψουμε τις ανάγκες μας στα υπόλοιπα σιτηρά. Αναμένεται αύξηση των εκτάσεων με σιτηρά στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Θεσσαλία, όπου λόγω της καταστροφής των υποδομών με αιτία το φαινόμενο Daniel, οι παραγωγοί στρέφονται στα χειμερινά σιτηρά και λόγω του μικρότερου κόστους παραγωγής σε σχέση με τις ανοιξιάτικες καλλιέργειες. Η Ε.Ε., πρέπει να σημειωθεί ότι έχει θετικό ισοζύγιο (self-sufficient rate 125% για το έτος 2023/24) όσον αφορά στο μαλακό σιτάρι γεγονός που θα καλύψει ανάγκες χωρών με έλλειψη, με ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

 Η παραγωγή σιτηρών στην Ελλάδα είναι πτωτική και φτάνει τη τελευταία πενταετία σε επίπεδο 24,37% συνολικά όπως φαίνεται και στο παρακάτω πίνακα 1.

Πίνακας 1. Στατιστικά παραγωγής σιτηρών στην Ελλάδα (τιμές σε χιλιάδες τόνους). (πηγή: https://agridata.ec.europa.eu/extensions/DashboardCereals/CerealsProduction.html ).

Καλλιέργεια 2019 2020 2021 2022 2023 Μ.Ο 5ετίας Μεταβολή

5ετίας %

Μαλακό σιτάρι 295 301 278 263 246 291 -15,51
Σκληρό σιτάρι 684 794 881 941 535 816 -34,51
Αραβόσιτος 1.234 1.178 1.350 1.341 1.011 1.260 -19,79
Κριθάρι 367 399 330 323 250 347 -28,10
Βρώμη 79 78 84 61 71 79 -9,72
ΣΥΝΟΛΙΚΑ 2.659 2.749 2.924 2.929 2.112 2.792 -24,37

 

Πώς μας επηρεάζουν στην πράξη οι πλημμύρες στη Θεσσαλία; Αποτιμώντας την υφιστάμενη κατάσταση σε τι ύψος ανέρχεται το κόστος των καταστροφών και πότε η περιοχή θα επιστρέψει στην κανονικότητα;

Η καταστροφή στη Θεσσαλία δεν είχε μόνο άμεσο αντίκτυπο στις καλλιέργειες, αλλά και στις υποδομές. Υποδομές που αφορούν κυρίως τις ανοιξιάτικες καλλιέργειες (βαμβάκι, αραβόσιτο, βιομηχανική τομάτα κτλ). Εκτιμούμε λοιπόν αύξηση των εκτάσεων των χειμερινών σιτηρών στη Θεσσαλία γεγονός που θα επιφέρει μείωση κυρίως της καλλιέργειας βάμβακος καθώς και του αραβοσίτου.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις από εθνικούς φορείς η οικονομική ζημιά που επέφερε το κλιματικό φαινόμενο  Daniels & Elias, ξεπερνούν τα 5 δις ευρώ. Με άμεσες καταστροφές σε καλλιέργειες, ζωικό κεφάλαιο και υποδομές. Η φυτική παραγωγή φέτος, σε σημαντικό βαθμό, θα έχει αποκατασταθεί, με εξαίρεση κάποιες επικλινείς περιοχές με προβλήματα διαβρώσεων και φυσικά τα περίπου 150.000 στρέμματα της περιοχής της Κάρλας όπου η αποκατάσταση θα χρειαστεί αρκετά έτη.

Θεωρείτε ότι η γεωπολιτική αστάθεια στο παγκόσμιο σκηνικό θα ωθήσει τις χώρες στην ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα;

Στην ΕΕ, οι Εθνικές πολιτικές για το πρωτογενή τομέα, έχουν αντικατασταθεί από την Κοινή Αγροτική Πολιτική, η οποία δίνει τις στρατηγικές που πρέπει να ακολουθήσουν τα κράτη μέλη. Κάθε εθνική επιδότηση επί της γεωργικής παραγωγής θεωρείται παρέμβαση στον ανταγωνισμό και μπαίνει στο μικροσκόπιο των Ευρωπαϊκών αρχών. Δύσκολα λοιπόν θα δούμε σημαντικές παρεμβάσεις. Όποιες υπάρξουν θα ακολουθήσουν τις τροποποιήσεις της ΚΑΠ. Σύμφωνα με την ΚΑΠ και το farm to fork θα υπάρξει μια αύξηση στη βιολογική γεωργία αρκετά σημαντική.

Ποιες οι μεγαλύτερες προκλήσεις που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε μέσα στο 2024;

Οι μεγάλες προκλήσεις για το 2024 κατά την άποψή μου θα είναι οι εξής:

  • Οι προσπάθειες των κρατών μελών της ΕΕ για μείωση του κόστους παραγωγής και ιδιαίτερα μετά τη μεγάλη κινητοποίηση των ευρωπαίων αγροτών
  • Το μέλλον της Πράσινης γεωργίας και η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής της, όπου και έχει στοχοποιηθεί για την αύξηση του κόστους παραγωγής
  • Η ανάπτυξη της γεωργίας άνθρακα (Carbon Farming) . Με εισροές φιλικές για το περιβάλλον (μπλε και πράσινο άζωτο στα λιπάσματα, πράσινη ενέργεια κτλ). Με εφαρμογή του Carbon  Border Adjustment Mechanism, όχι μόνο στα εισαγόμενα λιπάσματα, αλλά και στα εισαγόμενα γεωργικά προϊόντα με υψηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
  • Η ανθεκτικότητα της Ελληνικής γεωργίας στην κλιματική κρίση. Μια πρόταση είναι η εισαγωγή νέων ειδών ανθεκτικών στη ξηρασία, με μικρές απαιτήσεις σε εισροές και υψηλή διατροφική αξία όπως για παράδειγμα η κινόα που φέτος θα ξεπεράσει τα 2,5 χιλιάδες στρέμματα.