Τάσος Αναστασάτος (Εurobank): «Ένα νέο παραγωγικό μοντέλο αναδύεται»
- 27/12/2022, 17:12
- SHARE
Η «επενδυτική άνοιξη» είναι βασικό ζητούμενο για την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ώστε η οικονομία της χώρας να «απεξαρτηθεί» από την κατανάλωση και να προσεγγίσει τον επενδυτικό μέσο όρο άλλων χωρών της Ευρωζώνης. Η οικονομική κρίση, την οποία ακολούθησε η υγειονομική κρίση και μετέπειτα η ενεργειακή κρίση, οδήγησαν σε απώλεια 94 δισ. ευρώ κεφαλαιακού αποθέματος τα τελευταία 12 χρόνια.
Ωστόσο υπάρχει φως στο «επενδυτικό τούνελ», όπως φαίνεται από τη στρατηγική μελέτη που εκπόνησε και παρουσίασε πρόσφατα η Eurobank, η οποία αναδεικνύει πέντε κορυφαίους επενδυτικούς τομείς οι οποίοι θα κάνουν και ποιοτική διαφορά υπέρ του ΑΕΠ της χώρας και στους οποίους αναμένεται να επενδυθούν συνολικά (CAPEX) περί τα 38,5 δισ. ευρώ την ερχόμενη πενταετία. Υποδομές (και real estate), Ενέργεια (και πράσινη μετάβαση), Τηλεπικοινωνίες (και ψηφιοποίηση), Τουρισμός και βιομηχανία (με αναβάθμιση του παραγωγικού ιστού) θα αποτελέσουν τους αναπτυξιακούς «βραχίονες» για το μέλλον.
Αυτό που αλλάζει, όπως εξηγεί ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ομίλου Eurobank Τάσος Αναστασάτος, δεν είναι μόνο τα ποσοτικά στοιχεία, αλλά κυρίως τα ποιοτικά στοιχεία, στις επενδύσεις τα οποία δίνουν μία δυναμική για να κλείσει το μεγάλο επενδυτικό κενό μίας δεκαετίας και η χώρα να «πιάσει» τα ποσοστά σε επενδύσεις των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Σχολιάζοντας σημαντικά σημεία της μελέτης, αναφέρει ότι η φετινή χρονιά θα κλείσει μετά το ρεκόρ του 2021 με ένα νέο ρεκόρ άμεσων ξένων επενδύσεων, ενώ θα είναι το πρώτο έτος μετά το 2009 που οι ακαθάριστες επενδύσεις θα ξεπεράσουν τις αποσβέσεις.
Κύριε Αναστασάτο, στη στρατηγική χρηματοδότησης της επόμενης τριετίας, που παρουσίασε πρόσφατα η τράπεζα, έγινε λόγος για «επενδυτική άνοιξη» στην Ελλάδα, παρά το δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον. Σε ποιους τομείς την εντοπίζετε και πώς μπορεί να καλυφθεί ακόμη περισσότερο το επενδυτικό «κενό» που δημιουργήθηκε στα χρόνια της κρίσης;
Αρχικά, για να έχουμε μια αίσθηση των μεγεθών, θα ήθελα να τονίσω ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους το κεφαλαιακό απόθεμα της χώρας, με βάση τις επίσημες μετρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μειώθηκε κατά 94 δισ. ευρώ, σε πραγματικές τιμές. Αντίστοιχα, το μερίδιο των επενδύσεων, παρά το γεγονός ότι αυξήθηκε κάπως το τελευταίο χρονικό διάστημα, παραμένει πολύ χαμηλότερο σε σχέση με το αντίστοιχο της Ευρωζώνης, λίγο πάνω από το 13% στις επενδύσεις παγίων, σε σύγκριση με το 23%, που είναι ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη. Καταλαβαίνετε ότι οικονομική σύγκλιση χωρίς επενδύσεις δεν μπορεί να υπάρξει. Από την άλλη, βλέπουμε κάποια ελπιδοφόρα σημάδια ποσοτικής και ποιοτικής ανάκαμψης των επενδύσεων. Πρώτον, όσον αφορά στο ποσοτικό κομμάτι το 2022, με βάση τις εκτιμήσεις μας, θα είναι η πρώτη χρονιά στην οποία οι ακαθάριστες επενδύσεις θα είναι μεγαλύτερες από τις αποσβέσεις, με αποτέλεσμα το κεφαλαιακό απόθεμα να μη μειωθεί, αλλά να αυξηθεί. Δεύτερον, έχουμε ένα ιστορικό υψηλό, τουλάχιστον εικοσαετίας, στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, το οποίο είναι ένα πολύ επιθυμητό κομμάτι επενδύσεων, γιατί είναι κεφάλαια μακροπρόθεσμης κατεύθυνσης, τα οποία εισάγουν περισσότερη γνώση και καινοτομία στην ελληνική οικονομία.
Και δημιουργούν επιπλέον θέσεις εργασίας…
Ακριβώς. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η χώρα, παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτει ακόμη επενδυτική βαθμίδα, έχει μπει στο ραντάρ των επενδυτών, και αυτό είναι ένα θετικό σημάδι. Αντικατοπτρίζει την πρόοδο η οποία έχει συντελεστεί τα προηγούμενα χρόνια και στην εικόνα της χώρας και στη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Το τρίτο θετικό σημάδι αφορά στην ποιοτική σύνθεση των επενδύσεων. Βλέπουμε ότι δίνεται βαρύτητα σε επενδύσεις, όπως μηχανολογικός εξοπλισμός, τηλεπικοινωνίες, υποδομές, πληροφορική και κομμάτια κατασκευών, πλην των οικιστικών, γεγονός το οποίο δείχνει ότι σιγά σιγά η ελληνική οικονομία στρέφεται προς κατευθύνσεις με περισσότερη γνώση και τεχνολογία.
Ποια είναι η απαιτούμενη αύξηση των επενδύσεων για να μειωθεί το επενδυτικό «κενό» και ποιοι κλάδοι θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη;
Προχωρήσαμε στη συγκεκριμένη μελέτη για να εκτιμήσουμε πόσες επενδύσεις χρειαζόμαστε και να προσδιορίσουμε το μέγεθος της προσπάθειας που έχουμε μπροστά μας. Για να κλείσει, λοιπόν, το κεφαλαιακό κενό και να προσεγγίσουμε το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα χρειαστεί, σε πραγματικούς όρους, να έχουμε μια μέση ετήσια αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα κατά περίπου 8% την επόμενη δεκαετία. Είναι ένας απαιτητικός στόχος και θα χρειαστεί να εστιάσουμε σε τομείς που έχουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά που αναφέραμε. Στην Eurobank έχουμε εικόνα για το ποιοι κλάδοι θα είναι το επόμενο χρονικό διάστημα πιο επιθυμητοί στην ελληνική οικονομία, αλλά και ποιοι κλάδοι έχουν ένα ήδη εκδηλωμένο επενδυτικό ενδιαφέρον. Αυτοί οι πέντε πυλώνες, όπως τους ονομάζουμε, είναι οι εξής: (1) Υποδομές, real estate, αστικές αναπλάσεις, (2) Ενέργεια, & Πράσινη Μετάβαση, (3) Τηλεπικοινωνίες, ψηφιακή αναβάθμιση, (4) Τουρισμός, ξενοδοχειακές μονάδες, δομές ευεξίας, (5) Βιομηχανία, αναβάθμιση παραγωγικού ιστού.
Οικονομική σύγκλιση χωρίς επενδύσεις δεν μπορεί να υπάρξει. Βλέπουμε πλέον κάποια ελπιδοφόρα σημάδια ποσοτικής και ποιοτικής ανάκαμψης των επενδύσεων.
Πέρα από τους πυλώνες, υπάρχουν κάποια ακόμη βασικά συμπεράσματα για «το Αναδυόμενο Μοντέλο Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας»;
Κατ’ αρχάς, πρέπει να σκεφτούμε πώς θα πρέπει να είναι η ελληνική οικονομία την επόμενη μέρα και τι θα πρέπει να καταφέρουμε. Το πρώτο που πρέπει να επιδιώξουμε είναι η μείωση της εξάρτησης του ΑΕΠ από την κατανάλωση, η οποία παραμένει, παρά τη μείωση, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ στα επίπεδα του 70%, έναντι 52%, που είναι το μέσο ποσοστό στην Ευρωζώνη. Αυτό το χαρακτηριστικό υποδηλώνει ότι τα νοικοκυριά εξακολουθούν να καταναλώνουν μεγάλο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος τους και ότι η ελληνική οικονομία έχει μια κάπως μονομερή εξάρτηση από την κατανάλωση. Το δεύτερο ζήτημα, το οποίο αναφύεται το τελευταίο χρονικό διάστημα, είναι ότι εμφανίστηκαν και πάλι τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ναι μεν οι εξαγωγές αυξήθηκαν, και μάλιστα σημαντικά (από 20% πήγαν σχεδόν στο 40% του ΑΕΠ), κάτι που είναι θετικό, αλλά και οι εισαγωγές αυξήθηκαν ακόμη ταχύτερα, με αποτέλεσμα τα τελευταία τρία χρόνια να έχουμε ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, πάνω από το 6% του ΑΕΠ. Αυτό το οποίο λέμε, λοιπόν, είναι ότι το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να ενσωματώνει ποιοτικότερα χαρακτηριστικά ανάπτυξης, με βάση τις διεθνείς προτεραιότητες, την αλλαγή των γεωστρατηγικών ισορροπιών, τις επιπτώσεις της γήρανσης, την αναδιάταξη των εφοδιαστικών αλυσίδων. Επίσης, πρέπει να λάβουμε υπόψη πού υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ προς συγκεκριμένες κλαδικές κατευθύνσεις, όπως η ψηφιοποίηση, η πράσινη μετάβαση, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού και ούτω καθ’ εξής.
Αναφέρατε το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. H απορρόφηση των κονδυλίων του μπορεί να είναι «game changer» για το αναπτυξιακό «αύριο» της χώρας; Επίσης, σας προβληματίζει ότι αρκετές μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν τόσο μεγάλη συμμετοχή, καθώς δεν είναι «bankable»; Πρέπει να στραφούν πιο πολύ στο ΕΣΠΑ και σε άλλες λύσεις;
Όπως είπατε και εσείς, δεν είναι μόνο το Ταμείο Ανάκαμψης. Η ελληνική οικονομία έχει λαμβάνειν για την επόμενη προγραμματική περίοδο από το ΕΣΠΑ σχεδόν 40 δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία είναι πολύ πιο κοντά στις ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Επομένως, υπάρχουν σημαντικές χρηματοδοτικές ευκαιρίες και από το ΕΣΠΑ, αλλά και από κεφάλαια που προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, αλλά και το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Επομένως, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα έχουν τις δυνατότητες να βρουν χρηματοδότηση. Πρέπει, όμως, και οι ίδιες να εργαστούν περισσότερο και στη βελτίωση της εσωτερικής τους δομής, αλλά και στην επεξεργασία σχεδίων, για να διεκδικήσουν αυτά τα χρήματα. Πρέπει να έχουν μια συγκεκριμένη επενδυτική ιδέα, με αρχή, μέση και τέλος, που να έχει νόημα να χρηματοδοτηθεί.
Ποιες εκτιμάτε ότι θα είναι οι βασικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία το 2023;
Η βασικότερη πρόκληση προέρχεται από το εξωτερικό περιβάλλον. Οι αναλύσεις και οι προβλέψεις τη δεδομένη χρονική περίοδο ενσωματώνουν την προοπτική μιας ήπιας και βραχύβιας ύφεσης στην Ευρωζώνη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα έχουμε επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης ή δεν θα έχουμε κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία. Εάν το σενάριο αποδειχθεί δυσμενέστερο, είναι προφανές ότι θα υπάρξουν επιπτώσεις και για την ελληνική οικονομία, η οποία υπεραπέδωσε το 2022, και εκτιμούμε ότι έχει τη δυνατότητα να πάει καλά και το 2023. Αν υποθέσουμε ότι η Ευρωζώνη θα βρίσκεται σε τεχνική ύφεση για περίπου δύο τρίμηνα και στο σύνολο του έτους θα σημειώσει μηδενική ανάπτυξη, δηλαδή στασιμότητα, η ελληνική οικονομία μπορεί να έχει μια θετική ανάπτυξη της τάξης του 1,8%, με κάποια ρίσκα. Οι κινητήριες δυνάμεις για την ανάπτυξη της χώρας τη νέα χρονιά είναι: α) ο Τουρισμός, ο οποίος σε όρους εσόδων προσέγγισε φέτος τα νούμερα του 2019, ενώ σε όρους αφίξεων έφτασε κοντά στο 90% σε σχέση με τρία χρόνια πριν. Για του χρόνου είναι πιθανό, εφόσον θα έχει μεσολαβήσει ένας χειμώνας διάβρωσης της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων των βασικών μας αγορών, της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής, να έχουμε μια μικρή πτωτική επίπτωση και στον Τουρισμό, της τάξης του 10%, β) οι δράσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης, οι οποίες αρχίζουν και υλοποιούνται σιγά σιγά. Θυμίζω ότι μέχρι το τέλος του ‘22 πρέπει να έχει δεσμευτεί το 70% των συνολικών διαθέσιμων κονδυλίων, άρα σταδιακά θα πρέπει να αρχίσουν οι σχετικές επενδύσεις, γ) ο ρόλος των τραπεζών με στόχο να στηρίξουν χρηματοδοτικά την ανάπτυξη λόγω της κεφαλαιακής τους επάρκειας και της άνω της μέσης ρευστότητας την οποία απολαμβάνουν. Συν το γεγονός ότι έχουν «καθαρίσει» τα βιβλία τους από τις επισφάλειες και τα «κόκκινα δάνεια».
Βλέπετε, λοιπόν, επιστροφή της τραπεζικής στη λιανική, δηλαδή να γίνουν οι τράπεζες πιο ενεργές στη χρηματοδότηση της οικονομίας;
Η αίσθηση την οποία έχουμε είναι ότι οι τράπεζες το επόμενο χρονικό διάστημα, καθοδηγούμενες και από τις αλλαγές που συμβαίνουν στο αναπτυξιακό μοντέλο, θα δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στη χρηματοδότηση επενδυτικών πρωτοβουλιών. Δεν θα επαναλάβουν τα λάθη του παρελθόντος, θα στηρίξουν ιδέες και υγιείς επιχειρηματικές δραστηριότητες και για κεφάλαια κίνησης, αλλά και για να υλοποιήσουν τον επενδυτικό τους σχεδιασμό.
Ποιος στοχεύετε να είναι ο ρόλος της Eurobank στο εθνικό επενδυτικό οικοσύστημα και στη στρατηγική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας;
H Eurobank, αντιλαμβανόμενη τη μεταβολή η οποία συντελείται και πρέπει να συντελεστεί περαιτέρω στο αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας, παίρνει την πρωτοβουλία να θέσει η ίδια την ατζέντα του πώς θα είναι η ελληνική οικονομία την επόμενη μέρα και να διαρθρώσει μια φιλοσοφία χρηματοδοτήσεων, που θα ακολουθεί αυτές τις προτεραιότητες. H τράπεζα μας δεν χρηματοδοτεί απλώς επενδυτικά σχέδια. Χρηματοδοτεί μια νέα αναπτυξιακή φιλοσοφία. Η Eurobank έχει θέσει ως προτεραιότητα τη στήριξη της ανάπτυξης, εξ ου και το μότο της «Τράπεζα της ανάπτυξης για το 2030», και πάρα πολύ δυναμικά στηρίζει επενδυτικές πρωτοβουλίες και δραστηριότητες σε τομείς οι οποίοι είναι δυναμικοί και πολλά υποσχόμενοι.
H Eurobank δεν χρηματοδοτεί απλώς επενδυτικά σχέδια. Χρηματοδοτεί μια νέα αναπτυξιακή φιλοσοφία.
Έχω την αίσθηση ότι ο ρόλος των τραπεζών αλλάζει εκ των πραγμάτων, δηλαδή πέρα από τη χρηματοδότηση έχετε την αίσθηση ότι γίνεται λίγο πιο συμβουλευτικός;
Είναι μια πολύ σωστή επισήμανση. Οι τράπεζες δεν είναι πλέον μόνο φορέας χρηματοδότησης. Είναι ένας φορέας παροχής ολοκληρωμένης συμβουλευτικής υποστήριξης σε επιχειρήσεις. Μπορούν να συμβάλουν στη βελτιστοποίηση του επιχειρηματικού τους μοντέλου και να υποδείξουν τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να μεγαλώσουν. Θα τις καθοδηγήσουν στο πώς να διεκδικήσουν χρηματοδότηση από τα ευρωπαϊκά προγράμματα, είτε καταρτίζοντας μια επενδυτική πρόταση, είτε δείχνοντας πού υπάρχουν διαθέσιμα κονδύλια και ενδιαφέρον, θα τις φέρουν σε επαφή με διεθνείς αγορές και με ομοειδείς επιχειρήσεις σε άλλες χώρες.
Ωστόσο, το μακροοικονομικό περιβάλλον θα είναι δύσκολο για το 2023. Ανάμεσα σε άλλα, έχουμε σειρά αυξήσεων των επιτοκίων και υψηλό πληθωρισμό. Πόσο θα επηρεαστούν οι επιχειρήσεις και ευρύτερα η οικονομία, δεδομένου ότι το χρήμα θα είναι ακριβό τα επόμενα 2-3 χρόνια;
Σίγουρα η αύξηση των επιτοκίων, θεωρητικά, δυσκολεύει τις επενδύσεις, όπως και η αβεβαιότητα. Από την άλλη πλευρά, η ελληνική οικονομία έχει αναπτύξει «αντισώματα», έχει σημειώσει κάποια πολύ θετικά δείγματα υπεραπόδοσης μέχρι στιγμής, έχει μπει στο «ραντάρ» των ξένων επενδυτών και έχει βελτιώσει τα δομικά χαρακτηριστικά της ανταγωνιστικότητάς της, τόσο ως προς τις τιμές όσο και ως προς την ποιότητα. Το ρυθμιστικό περιβάλλον είναι επίσης πολύ καλύτερο. Όλα τα παραπάνω είναι πολύ σημαντικότερες προσδιοριστικές παράμετροι των επενδύσεων από ό,τι κάποιες παράμετροι κόστους οι οποίες έρχονται και παρέρχονται. Επιπλέον, μπορεί τα επιτόκια να ανεβαίνουν, αλλά τα πραγματικά επιτόκια παραμένουν έντονα αρνητικά, γιατί και ο πληθωρισμός ανεβαίνει. Άρα, στην πραγματικότητα, το κόστος χρήματος δεν δυσχεραίνεται τόσο όσο θα φανταζόταν κάποιος βλέποντας τις αυξήσεις επιτοκίων. Θα έλεγα ότι το περιβάλλον παραμένει προνομιακό για τη διεξαγωγή επενδύσεων και στον βαθμό στον οποίον εξομαλυνθεί η κατάσταση στην Ουκρανία και φύγουν από το προσκήνιο οι ανησυχίες για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, γεγονότα που τροφοδοτούν ανησυχίες για ύφεση, η κατάσταση το επόμενο χρονικό διάστημα θα είναι πολύ καλύτερη.
Σε τι μοιάζει ο σημερινός πληθωρισμός με τον αντίστοιχο που είχαμε βιώσει στη δεκαετία ’70 – ’80; Ποιες είναι οι διαφορές και οι ομοιότητες;
Στην Ελλάδα, δεν έχουμε στασιμότητα κατ’ αρχάς, έχουμε ακόμη ανάπτυξη, φέτος πολύ δυναμική ανάπτυξη, πιθανώς άνω του 5%, και του χρόνου ανάπτυξη, όπως είπαμε επιβραδυμένη, αλλά ανάπτυξη. Επομένως, τεχνικά δεν έχουμε στασιμοπληθωρισμό. Κατά δεύτερον, ο πληθωρισμός της δεκαετίας του ’70 προερχόταν σχεδόν αποκλειστικά από τη διαταραχή στις τιμές του πετρελαίου, η οποία τροφοδοτήθηκε λόγω λανθασμένων πολιτικών στην οικονομία. Αυτήν τη φορά ο πληθωρισμός προκλήθηκε από έναν συνδυασμό διαταραχών και στην προσφορά και τη ζήτηση της οικονομίας. Δηλαδή, πρώτα υπήρξε «σοκ» στην προσφορά από τα lockdown στην περίοδο της πανδημίας και τη διακοπή κάθε δραστηριότητας. Μετά ακολούθησε «σοκ» στη ζήτηση από την αδυναμία κατανάλωσης υπηρεσιών κατά τη διάρκεια των lockdown. Όταν άνοιξαν οι οικονομίες, οι άνθρωποι είχαν μεγάλη διάθεση να καταναλώσουν υπηρεσίες τις οποίες δεν μπορούσαν να καταναλώσουν το προηγούμενο διάστημα. Και μετά ήρθε το «σοκ» της ενεργειακής κρίσης, το «σοκ» στην προσφορά από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την αύξηση των τιμών της ενέργειας.
Σοκ στο σοκ που λέμε…
Ακριβώς, και επιπροσθέτως όλων αυτών, πρέπει να σκεφτούμε και την αντίδραση της οικονομικής πολιτικής. Είχαμε μια έντονα επεκτατική νομισματική πολιτική από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μια τεράστια αύξηση στον ισολογισμό της.
Που είναι και ένας βασικός λόγος για τον πληθωρισμό που ακολούθησε, σωστά;
Πολύ σημαντικός. Η νομισματική χαλάρωση των προηγούμενων χρόνων ήταν αναπόφευκτη, βέβαια, επιλογή για την κεντρική τράπεζα, αλλά τροφοδότησε τον πληθωρισμό. Όπως και η παραμονή των επιτοκίων σε πολύ χαμηλά και αρνητικά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και αντίστοιχα επεκτατική πολιτική εφάρμοσαν και οι κυβερνήσεις, καθώς επέτρεψαν μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα για να στηρίξουν την οικονομία και την κοινωνία εν μέσω πανδημίας. Άρα, στον βαθμό στον οποίο, πρώτον, τα δημοσιονομικά ελλείμματα αυτήν τη στιγμή περιορίζονται και, δεύτερον, εξομαλύνεται η νομισματική πολιτική, δηλαδή τα επιτόκια επιστρέφουν σε πιο κανονικά επίπεδα και σταδιακά θα μπει στη διαδικασία αναστροφής και της ποσοτικής επέκτασης η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εκλείπουν και οι παράγοντες που οδήγησαν στον πληθωρισμό.
Πότε θα επιστρέψουμε σε κανονικότερους ρυθμούς πληθωρισμού;
H Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παραδέχεται πλέον ότι η πορεία επιστροφής σε κανονικότερους ρυθμούς πληθωρισμού θα πάρει μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι είχε αρχικά εκτιμήσει. Εκτιμά ότι θα επιστρέψει προς τον στόχο του 2%, που σηματοδοτεί σταθερότητα τιμών, προς το τέλος του 2024. Το 2023 θα έχουμε πληθωρισμό που θα κυμαίνεται μεταξύ 5% και 6% στην Ευρωζώνη και στην Ελλάδα. Άρα, θα είναι πιο σταδιακή η επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά θα συμβεί κάποια στιγμή, αρκεί να μην περάσουν αυτές οι εντός εισαγωγικών «προσωρινές» πληθωριστικές πιέσεις μέσω των πληθωριστικών προσδοκιών στους μισθούς και τροφοδοτηθεί ένα σπιράλ μεταξύ αυξήσεων των τιμών και των μισθών. Αυτήν τη στιγμή δεν φαίνεται κάτι τέτοιο, αλλά οι φορείς χάραξης πολιτικής είναι σε επαγρύπνηση, ώστε να το αποτρέψουν. Θα ήθελα επίσης να επισημάνω ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει μια πολύ ευαίσθητη ισορροπία να τηρήσει. Από τη μια πλευρά ο πληθωρισμός είναι σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από τον στόχο της για τη σταθερότητα των τιμών του 2% και μάλιστα έχει αρχίσει να περνά και στον δομικό πληθωρισμό, στον πυρήνα του πληθωρισμού.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε μια ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία είναι στα πρόθυρα της ύφεσης, με τα ρίσκα προς τα κάτω, στην περίπτωση κατά την οποία θα υπάρχει επιδείνωση στο ενεργειακό τοπίο. Άρα, ναι μεν το mandate της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν λαμβάνει υπόψη του την ανάπτυξη, αλλά προφανώς δεν μπορεί να το έχει τελείως εκτός εικόνας. Και τρίτον, υπάρχει μια σειρά χωρών, με κυριότερη την Ιταλία, οι οποίες έχουν ένα πολύ μεγάλο χρέος να χρηματοδοτήσουν και οι αυξήσεις επιτοκίων καθιστούν δυσκολότερη τη χρηματοδότηση αυτού του χρέους. Άρα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να τιθασεύσει τον πληθωρισμό. Δεν έχει την πολυτέλεια να έχει δεύτερες σκέψεις και είναι διατεθειμένη να δεχθεί και την πιθανότητα μιας κάποιας ύφεσης στην Ευρωζώνη για να το πετύχει αυτό, διότι, αν δεν το κάνει, διακυβεύεται η αξιοπιστία της. Έχει, όμως, στο πίσω μέρος του μυαλού της να μην πάει πιο επιθετικά από ό,τι χρειάζεται, ούτως ώστε να μη διακυβευτεί η αναπτυξιακή πορεία της ηπείρου, κυρίως ως προς τη δημοσιονομική σταθερότητα.
H Eυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να τιθασεύσει τον πληθωρισμό. Δεν έχει την πολυτέλεια να έχει δεύτερες σκέψεις και είναι διατεθειμένη να δεχθεί και την πιθανότητα μιας κάποιας ύφεσης στην Ευρωζώνη για να το πετύχει αυτό.
Κλείνοντας τη συζήτηση, θα ήθελα να μου αναφέρετε ποιες είναι οι προτεραιότητες στο Τμήμα Οικονομικών Αναλύσεων της Eurobank.
Το Τμήμα Οικονομικών Αναλύσεων της Eurobank θα προσπαθήσει να επανέλθει με νέες μελέτες, οι οποίες θα δώσουν περισσότερες λεπτομέρειες αναφορικά με τις συνιστώσες της ανάπτυξης και τους τομείς οι οποίοι θα αποτελέσουν τις ατμομηχανές της ανάπτυξης στο μέλλον. Ακόμη, όσον αφορά στις προτάσεις οικονομικής πολιτικής, θα προσπαθήσουμε να είμαστε πολύ ενεργοί στη συζήτηση η οποία γίνεται για τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας, τις προτεραιότητες στη μεταρρύθμιση του τοπίου για την υλοποίηση επενδύσεων, για τη στήριξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας εν γένει και τις πτυχές που αφορούν στις τραπεζικές χρηματοδοτήσεις.
Ο χρηματοδοτικός σχεδιασμός της Εurobank
-Από το 2019 μέχρι σήμερα το χαρτοφυλάκιο της Eurobank στην επιχειρηματική πίστη έχει αυξηθεί κατά 50% φτάνοντας τα 14,5 δισ. ευρώ, ενώ αναμένεται να έχει σχεδόν διπλασιαστεί, αγγίζοντας τα 18 δισ. ευρώ, στο τέλος του 2025.
-Η καθαρή πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις αναμένεται να ξεπεράσει φέτος τα 2,5 δισ. ευρώ.
-Οι πέντε πυλώνες μπορούν να προσελκύσουν επενδύσεις της τάξης των 32 δισ. ευρώ έως το 2025.
-Η σωρευτική χρηματοδότηση των σχετικών επενδυτικών σχεδίων από το τραπεζικό σύστημα υπολογίζεται σε 24 δισ. ευρώ (περιλαμβανομένων των πόρων του ΤΑΑ).
*Φωτογραφίες: Σύλβια Διαμαντοπούλου
** Η συνέντευξη δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.