Οι πιο «πράσινες» χώρες του κόσμου
- 10/09/2019, 18:02
- SHARE
Τα δάση καλύπτουν το ένα τρίτο της γης. Διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη συνεχιζόμενη μάχη κατά των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Απορροφούν επιβλαβείς ρύπους, ρυθμίζουν τις ροές των υδάτων και υποστηρίζουν τους βιότοπους των μεταναστευτικών φυτών και ζώων.
Όμως κινδυνεύουν. Από το 1990, ο πλανήτης έχει χάσει 1,3 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα δέντρων – μια περιοχή μεγαλύτερη από τη Νότια Αφρική – λόγω της αποψίλωσης για δασικά προϊόντα, για προϊόντα χαρτιού και για τη γεωργία, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα.
Όταν τα δέντρα καταστρέφονται, τα αέρια του θερμοκηπίου γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Στον Αμαζόνιο, οι πρόσφατες πυρκαγιές έχουν απελευθερώσει 228 μεγατόνους διοξειδίου του άνθρακα. Μεγάλα κομμάτια του τροπικού δάσους καίγονται στη Βραζιλία, η οποία έχει καταγράψει τον μεγαλύτερο αριθμό πυρκαγιών του Αυγούστου από το 2010.
3. Γκαμπόν: Σώζοντας τον ελέφαντα του δάσους
Η μεγαλύτερη συγκέντρωση ελεφάντων των δασών στον κόσμο βρίσκεται στο κεντροαφρικανικό κράτος της Γκαμπόν – το 90% της οποίας καλύπτεται από δέντρα.
Μέχρι πρόσφατα, τα ζώα βρίσκονταν υπό υπαρξιακή απειλή από τους λαθροκυνηγούς, με περισσότερους από 25.000 ελέφαντες στο Εθνικό Πάρκο Minkébé να πιστεύεται ότι έχουν σκοτωθεί για το ελεφαντόδοντό τους μεταξύ του 2004 και του 2014.
Δεν είναι μόνο οι ελέφαντες που βρίσκονται σε κίνδυνο – είναι επίσης το δάσος, σύμφωνα με τον John Poulsen, επίκουρο καθηγητή τροπικής οικολογίας στο Nicholas School of Environment του Πανεπιστημίου Duke, ο οποίος περιγράφει τα ζώα ως «οικολογικούς μηχανικούς», που διασκορπίζουν σπόρους δέντρων σε μεγάλες αποστάσεις και ανοίγουν το υπόστρωμα του δάσους τρώγοντας ή ποδοπατώντας αργά αναπτυσσόμενα φυτά.
Η Γκαμπόν αναλαμβάνει τώρα αποφασιστική δράση: τον Ιούνιο ο Πρόεδρος Ali Bongo Ondimba διόρισε νέο υπουργό Δασών τον βιολόγο Lee White, του οποίου η υπόσχεση για εξάλειψη της λαθροθηρίας συμβάλλει στην προστασία τόσο των ελεφάντων όσο και των εθνικών πάρκων της Γκαμπόν προς όφελος των μελλοντικών γενεών.
2. Μικρονησία: Βιώσιμη γεωργία
Τα Ομόσπονδα Κράτη της Μικρονησίας, που είναι διάσπαρτα σε 1.6 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα στον Ειρηνικό Ωκεανό, αποτελούνται από περισσότερα από 600 νησιά, χωρισμένα σε τέσσερις πολιτείες – Yap, Chuuk, Kosrae και Pohnpei.
Σχεδόν το 92% των νησιών καλύπτονται από δάση – εν μέρει χάρη στο έργο οργανώσεων όπως η CSP, η οποία προάγει τη βιώσιμη ανάπτυξη με βάση τη διαχείριση των πόρων από την κοινότητα.
Η CSP διοργάνωσε μια εκπαιδευτική εκστρατεία στο Pohnpei, αποκαλούμενη «Grow Low» , για να αυξήσει την ευαισθητοποίηση σχετικά με τους κινδύνους της αποψίλωσης των δασών στις ορεινές λεκάνες απορροής, τις οποίες οι αγρότες απογυμνώνουν και καλλιεργούν για να ικανοποιήσουν την έντονη ζήτηση για kava, ένα δημοφιλές ποτό με ηρεμιστικές δυνατότητες.
Οι αγρότες έχουν διδαχθεί αποτελεσματικότερες τεχνικές για την καλλιέργεια της σοδειάς τους στα πεδινά και έχουν λάβει σπόρους για να ξεκινήσουν τις νέες φάρμες τους – οδηγώντας σε μείωση κατά 70% των νέων εκκαθαρίσεων για ορεινή kava.
1. Σουρινάμ: Οικοτουρισμός
Περισσότερο από το 98% αυτής της πρώην ολλανδικής αποικίας στις βορειοανατολικές ακτές της Νότιας Αμερικής καλύπτεται από τροπικά δάση – ένα μοναδικό, πλούσιο τοπίο που αποτελεί μαγνήτη για ατρόμητους ταξιδιώτες, αλλά χρειάζεται προσεκτική διαχείριση για να αντισταθμιστούν οι πιθανές επιπτώσεις από δραστηριότητες, όπως η εξόρυξη χρυσού και η υλοτομία.
Η υπερβολική αποψίλωση των δασών θα μπορούσε να βλάψει τα ευαίσθητα οικοσυστήματα της χώρας και να προκαλέσει προβλήματα στην προμήθεια τροφίμων για τις αυτόχθονες κοινότητες.
Στο πλαίσιο μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για τον αειφόρο τουρισμό, η κυβέρνηση του Σουρινάμ συνεργάζεται με ΜΚΟ και τοπικές κοινότητες για την προστασία των παρθένων τροπικών δασών και των πόρων γλυκού νερού μέσω πρωτοβουλιών όπως ο Διάδρομος Διατήρησης του Νότιου Σουρινάμ.
Μετά τη δημιουργία του Φυσικού Πάρκου του Κεντρικού Σουρινάμ, έκτασης 1,6 εκατομμυρίων εκταρίων, το οποίο αναγνωρίστηκε ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 2000, ο οικοτουρισμός έχει καταστεί η τρίτη μεγαλύτερη πηγή ξένου συναλλάγματος για τη χώρα.